Η προέλευση των Αζτέκων συνδέεται με τις μετακινήσεις πληθυσμών των Τολτέκων προσφύγων και της μετανάστευσης των Τσιτσιμέκων, που εγκαταστάθηκαν στη λεκάνη του Μεξικού γύρω στο 1000 μ.Χ. ιδρύοντας μικρά κράτη. Οι δυναστείες αυτών των κρατών διεκδικούσαν την καταγωγή τους από τους Τολτέκους και υιοθέτησαν τις ιδεολογίες τους, όπως επίσης τη θεϊκής καταγωγής βασιλεία.
Οι Αζτέκοι, επίσης γνωστοί ως Τενότσα (Tenochca) ή Μέξικα (Mexica), ήταν η τελευταία φυλή Τσιτσιμέκων από το Αζτλάν, η οποία μετακινήθηκε πιθανώς εξαιτίας ξηρασίας ή υπερπληθυσμού. Μετά από αρκετές μετακινήσεις εγκαταστάθηκαν σε μερικές ακατοίκητες ελώδεις νήσους κοντά στη δυτική ακτή της λίμνης Τεξκόκο (Texcoco) όπου, σύμφωνα με το θρύλο, είδαν έναν οιωνό, ένδειξη της περιοχής στην οποία έπρεπε να χτιστεί η πρωτεύουσά τους: έναν αετό με ένα φίδι στο ράμφος του να κάθεται σε έναν κάκτο.
Οι κύριες αρετές των Αζτέκων είναι η λατρεία στη βούληση και στον πόλεμο αλλά με την έννοια του πολεμιστή. Η κύρια θεότητά τους ήταν ο Ουιτσιλοπότσλι, ο θεός του πολέμου. Η έννοια του πολεμιστή έμπαινε στη ζωή των Αζτέκων από πολύ νωρίς, αφού εκπαιδεύονταν σε ειδικούς οίκους, τα calmecac ή τα telpochcalli, στην τέχνη του πολέμου από πολύ νεαρή ηλικία. Με το που γεννιόταν ένα παιδί, η μαμή έβγαζε πολεμικές κραυγές, για να τιμήσει τη μητέρα που κέρδισε τη μάχη και γέννησε ένα μωρό. Αν το παιδί ήταν αγόρι, η μαμή έδινε τον ομφάλιο λώρο του σε κάποιον ενήλικα, ο οποίος φρόντιζε να τον θάψει σε ένα πεδίο μάχης, ενώ του κοριτσιού κοντά στην εστία.
Tα Telpochcalli (Ο Οίκος των Νέων). Ήταν οι λαϊκές σχολές που υπήρχαν στα calpulli (γειτονιές). Λειτουργούσαν ως εσώκλειστες σχολές, όπου οι νέοι έκαναν διάφορες εργασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας (καλλιεργούσαν τη γη, καθάριζαν, επιδιόρθωναν έργα του calpulli, κ.λπ.) και το βράδυ έκαναν ένα μεγάλο χορό, που διαρκούσε μέχρι τα μεσάνυχτα. Εκεί παρείχαν στους νέους τη βασική μόρφωση: να μάθουν να μιλάνε σωστά, να έχουν καλή συμπεριφορά, να χορεύουν, να τραγουδάνε και, κυρίως, να ετοιμάζονται για τον πόλεμο, με μια σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση. Γενικά αυτή η εκπαίδευση είχε σκοπό να δυναμώσει το σώμα και την ψυχή του ανθρώπου και να τον μετατρέψει σε ένα χρήσιμο μέλος του calpulli. Στις σχολές αυτές παρέμεναν μέχρι να παντρευτούν.
Calmecac: Ήταν οι οίκοι εκπαίδευσης των νέων που είχαν ιδιαίτερα προσόντα, κυρίως των ευγενών αλλά όχι μόνο. Εκεί λάμβαναν κυρίως στρατιωτική και θρησκευτική εκπαίδευση, αφού αργότερα από εκεί θα έβγαινε ο νέος Βασιλιάς και οι άρχοντες. Η πειθαρχία και η υπακοή ήταν έντονες, και οι μαθητές περνούσαν αρκετές περιόδους εγκράτειας με μετάνοιες και προσευχές. Ήταν κάτι σαν στρατιωτικές ακαδημίες και μοναστήρια. Το πρόγραμμά τους περιλάμβανε αριθμητική, ρητορική, αρχιτεκτονική, αστρονομία, γεωργία και πολεμικές τέχνες.
Η πειθαρχία του καλμεκάκ ήταν πολύ αυστηρή. Λένε ότι τους συνήθιζαν να κοιμούνται άσχημα και να τρώνε τα χειρότερα, για να συνηθίζουν από παιδιά στην εργασία και όχι στην εύκολη ζωή. «Συνέχεια τους έκαναν παρατηρήσεις, για να γίνουν ενάρετοι, να ζουν με αγνότητα, να είναι μετριοπαθείς στο φαγητό, να νηστεύουν, να έχουν ήρεμο και μετριασμένο περπάτημα. Συνήθιζαν να τους δοκιμάζουν σε σκληρές εργασίες και ασκήσεις». Κάθε βράδυ ξυπνούσαν τέσσερις φορές, για να προσφέρουν λιβάνι στους θεούς και να κάνουν θυσίες.
Στο καλμεκάκ οι νέοι μάθαιναν γραφή και γλώσσα (μια ιερατική γλώσσα, διαφορετική από αυτή που χρησιμοποιούσε ο λαός), αστρονομία, αστρολογία και ημερολόγιο, μαντική, ανατομία και ιατρική... σύμφωνα με την κλίση του κάθε παιδιού.
Εκτός όμως από τους ιερείς, το καλμεκάκ εκπαίδευε και τους πολεμιστές και τους αρχηγούς. Για να τους εκπαιδεύσουν και να τους δοκιμάσουν, τους έστελναν στον πόλεμο για βοηθητικές εργασίες και για να ξεπεράσουν τον φόβο. Αργότερα περνούσαν τη μύηση, που θα τους επέτρεπε να εισέλθουν στο Τάγμα των Ιπποτών Ιαγουάρων και Αετών. Μετά από νηστείες και ετοιμασίες επί σαράντα μέρες, μεταφέρονταν στο Μεγάλο Ναό, όπου γινόταν η τελετή της μύησης. Αυτοί οι Ιππότες ήταν οι υπεύθυνοι για τις τελετές του Ανθισμένου Πόλεμου, την κατάκτηση της καρδιάς μέσα από τη μάχη του δυισμού, που οδηγεί στην απελευθέρωση και στην ταύτιση με τον Ήλιο.
Οι βαθμοί στο calmecac ήταν οι εξής: πρώτα υπήρχαν οι φρουροί των όπλων, που αποτελούσε τον εισαγωγικό βαθμό, μετά ήταν οι Ιππότες Ιαγουάροι, οι Ιππότες Αετοί και οι Ιππότες Φίδια. Οι Ιππότες Ιαγουάροι μεταμορφώνονταν σε Ιππότες Αετούς μέσα από τη μετάλλαξη της γήινης μάχης σε ουράνια. Στο τέλος αυτής της κατάστασης περνούσαν στο επόμενο επίπεδο, του Ιππότη Φιδιού, του ιπτάμενου φιδιού Κετζαλκοάτλ (θεού ήρωα των Αζτέκων). Ο φρουρός των όπλων είχε αποκτήσει όχι μόνο φυσικά όπλα αλλά και ψυχολογικά, για να αρχίσει τη μάχη των δοκιμασιών προς την κατάκτηση άλλων επιπέδων. Οι μάχες αυτές ήταν συμβολικές και αναπαρίσταναν την αιώνια μάχη του Ήλιου εναντίον του σκότους.
Οι κόρες των ευγενών είχαν μία παράλληλη εκπαίδευση στους ναούς, σε άλλες σχολές. Μάθαιναν θρησκευτικά, καλούς τρόπους, μουσική, χορό, κ.τ.λ. Η πειθαρχία ήταν πολύ αυστηρή και σε αυτές τις σχολές και οι ιέρειες τις ξυπνούσαν το βράδυ, για να κάνουν διάφορες προσφορές, προσευχές και εργασίες, όπως το να καθαρίσουν το ναό.
Ο ανώτατος στρατιωτικός και θρησκευτικός άρχοντας ήταν ο βασιλιάς. Έπειτα υπήρχε το επιτελείο, που αποτελούνταν από τέσσερις ευγενείς διοικητές. Αυτοί ήταν ο tlacochcalcatl, ο tlaccatecatl, ο etzhuanhuanco και ο tillancalqui. Τις επόμενες βαθμίδες κατείχαν οι πολεμιστές είτε από την αριστοκρατία είτε από τον απλό λαό. Οι δυο ανώτερες στρατιωτικές εταιρίες ή τάγματα ήταν οι otontin και οι cuauhchique, «οι ξυρισμένοι». Μόνο οι τολμηροί βετεράνοι έμπαιναν σε αυτά, επειδή προϋποθέσεις εισαγωγής ήταν η πραγματοποίηση είκοσι τουλάχιστον ανδραγαθημάτων εξαιρετικής γενναιότητας και η αιχμαλώτιση αρκετών αντιπάλων. Οι ανώτατοι διοικητές tlacochcalcatl και ο tlaccatecatl ανήκαν σε αυτές τις τάξεις. Όλοι οι πολεμιστές αυτών των τάξεων φορούσαν ιδιαίτερα εμβλήματα, που πολλές φορές τους είχαν δοθεί από τον ίδιο το βασιλιά κατά τη διάρκεια ειδικών τελετών.
Επίσης δεν υπήρχε μόνιμος στρατός, αλλά επιστρατεύονταν όταν υπήρχε ανάγκη. Όλοι οι πολίτες ήταν πολεμιστές ασχέτως της εργασίας που έκανε ο καθένας. Η οργάνωση του στρατού ήταν κατά μονάδες από τις τοπικές πόλεις. Η κάθε πόλη έπρεπε να συνεισφέρει περίπου τετρακόσιους άνδρες. Η κάθε μονάδα είχε τη δική της σημαία-λάβαρο και είχε το δικό της διοικητή. Υπήρχαν και αρκετές διαιρέσεις μονάδων των εκατό ή διακοσίων ανδρών, κάτι σαν διμοιρίες. Η βασική μονάδα του αζτέκικου στρατού αποτελούνταν από οκτώ χιλιάδες άνδρες. Στις μεγάλες εκστρατείες συμμετείχαν μέχρι και εικοσιπέντε τέτοιες μονάδες. Η σημαία κάθε μονάδας ήταν δεμένη στην πλάτη του σημαιοφόρου, ο οποίος τοποθετούταν στη μέση της μονάδας. Οι σημαίες ήταν αντικείμενα μεγάλης τιμής, συνεπώς ήταν πολύ σημαντικό να μείνει όρθια και να μην την πάρει ο εχθρός.
Στα δεκαοκτώ τους χρόνια οι Αζτέκοι πέρναγαν την πρώτη τους δοκιμασία, η οποία ήταν να πάνε στον πόλεμο και έξι νέοι μαζί να πιάσουν έναν αιχμάλωτο. Έπειτα, αν έπιανε ο νέος και δεύτερο αιχμάλωτο, είχε νέα προνόμια και αξιώματα, στον τρίτο γινόταν διοικητής των νεότερων και είχε το δικαίωμα να πίνει και να χορεύει. Στον τέταρτο αιχμάλωτο ονομαζόταν έμπειρος πολεμιστής και στον πέμπτο λάμβανε διακριτικά στην ενδυμασία του, ενώ στον έκτο έμπαινε στην τάξη των αξιωματικών και στρατηγών. Πριν από κάθε μάχη έστελναν κατάσκοπους, οι οποίοι μεταμφιέζονταν σαν τους εχθρούς.
Αργότερα, όταν ξεκίνησε η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ισπανούς, έχουμε τις πρώτες αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των Αζτέκων και των Ευρωπαίων. Αν και η εκπαίδευση των Αζτέκων ήταν πολύ ανώτερη των Ισπανών, υπήρχαν κάποιοι πολύ συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους τελικά υπερίσχυσαν οι δεύτεροι.
Ο λόγος που νίκησαν οι Ισπανοί ήταν ότι οι λαοί της Αμερικής δεν γνώριζαν τους πειθαρχημένους ελιγμούς και δεν διέθεταν τον εξοπλισμό των Ισπανών. Στη μάχη οι Αζτέκοι εξαπέλυαν βέλη, ακόντια και πέτρες εναντίον του εχθρού και στη συνέχεια ερχόταν η μάχη σώμα με σώμα με ρόπαλα που έφεραν κομμάτια οψιδιανού. Επίσης οι Αζτέκοι προωθούνταν σε χαλαρούς σχηματισμούς, αφού το ίδιο το όπλο που χρησιμοποιούσαν χρειαζόταν κάποιο χώρο, για να είναι αποτελεσματικό. Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι φορούσαν ελαφριούς θώρακες από καπιτοναρισμένο βαμβάκι. Οι Ινδιάνοι έδιναν περισσότερη σημασία στη μάχη σώμα με σώμα και στον ηρωισμό, παρά στη συνεργασία του στρατού. Ήταν πολύ σημαντικό για τον Ινδιάνο πολεμιστή να μπορέσει να πιάσει έναν αιχμάλωτο, ώστε να μπορεί αργότερα να τον θυσιάσει στο θεό Ήλιο ή ακόμα θεωρούνταν ανδρείο να ακουμπήσει τον εχθρό την ώρα της μάχης.
Πολύ συχνές ήταν οι μονομαχίες των πρωταθλητών. Στην αρχή, όσο ήταν ακόμη παραταγμένοι για μάχη, η μια μεριά εξαπέλυε στην άλλη σαρκασμούς, καυχησιές και προκλήσεις, ενώ τολμηροί νέοι έβγαιναν από τις γραμμές τους και έκαναν προσβλητικές και αναξιοπρεπείς στάσεις, για να εξευτελίσουν τον εχθρό. Καθώς η ένταση ανέβαινε, υψώνονταν χιλιάδες πολεμικές κραυγές αντρών. Μετά ξεκινούσαν οι τρομπέτες και οι αχιβάδες και οι δυο στρατοί πλησίαζαν. Βέλη και πέτρες εκσφενδονίζονταν και από τις δυο πλευρές. Οι σχηματισμοί συγκρούονταν βίαια και ξεκινούσε η μάχη με τα ρόπαλα από οψιδιανό. Η τρομακτική πειθαρχία το μαχητικό πνεύμα και οι βίαιες συγκρούσεις ήταν τα χαρακτηριστικά των Αζτέκων. Επίσης η αντίληψη για τη μάχη μέχρι τελικής εξόντωσης δεν ίσχυε για τους Ινδιάνους. Οι Ιππότες-Αετοί, έχοντας σταθερό βλέμμα όπως ο αετός, ούρλιαζαν καθώς χιμούσαν στον εχθρό. Με την πονηριά του αιλουροειδούς, οι Ιππότες-Ιαγουάροι παραμόνευαν σιωπηλά τον εχθρό και ορμούσαν ξαφνικά επάνω του.
Η σειρά που γινόταν η πορεία για τη μάχη ήταν η εξής: στην αρχή πήγαιναν οι ανιχνευτές ή προωθημένα τμήματα επιδρομών, τα οποία αποτελούνταν από τέσσερις έως οκτώ πολεμιστές. Μετά ακολουθούσαν οι ιερείς-πολεμιστές, που κουβαλούσαν τα ιερά ομοιώματα και οι οποίοι προηγούνταν κατά μια μέρα από το υπόλοιπο σώμα. Κατόπιν έρχονταν οι βετεράνοι πολεμιστές και οι ανώτατοι αξιωματικοί και ο Βασιλιάς. Έπειτα πήγαιναν οι μεγαλύτεροι σχηματισμοί του στρατού, που αριθμούσαν μέχρι και διακόσιες χιλιάδες άνδρες. Μαζί τους πήγαιναν τουλάχιστον εκατό χιλιάδες βαστάζοι. Με αυτούς ήταν και οι πολεμιστές από άλλες πόλεις. Υπολογίζεται ότι μια μονάδα οκτώ χιλιάδων ανδρών εκτεινόταν σε μήκος δεκαπέντε ή ακόμη και είκοσι μιλίων σε ελισσόμενους στίχους. Οι τελευταίες μονάδες πολεμιστών ήταν από υποτελείς πόλεις. Το στρατόπεδο στηνόταν με τέντες ή καλάμια για τους ανωτέρους, ενώ οι απλοί στρατιώτες κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο ντυμένοι με τους μανδύες τους.
Οι ανιχνευτές φορούσαν λευκές βαμβακερές πουκαμίσες και κίτρινη ώχρα στα πρόσωπα τους, ήταν ξυπόλητοι και φορούσαν καλύμματα λαγόνων. Όλοι οι άνδρες έφεραν δόρατα, ενώ άλλοι κουβαλούσαν βεντάλιες από φτερά ή σαντάλια, ένδειξη της κοινωνικής τους θέσης. Οι εντολές στις μονάδες δινόντουσαν με αχιβάδες. Οι απλοί στρατιώτες κουβαλούσαν σε καλάθια τα όπλα και τις ενδυμασίες τους, ενώ οι αξιωματικοί είχαν βαστάζους να κουβαλάνε τα πράγματα τους.
Ο πολιτισμός των Αζτέκων, αν και διήρκησε λίγο, κατάφερε σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα να αναπτύξει ένα πολύ οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης των νέων, βασισμένο περισσότερο στην πολεμική εκπαίδευση αλλά και στην προετοιμασία των νέων, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε δυσκολία, εσωτερική ή εξωτερική. Για αυτό σχεδόν αμέσως αυτός ο λαός κατάφερε να υπερισχύσει έναντι των γειτονικών. Αυτό που μπορούν να κρατήσουν οι νέες γενιές από τους Ιππότες-Αετούς και τους Ιππότες-Ιαγουάρους είναι η ανδρεία, η αγωνιστικότητα και η πειθαρχία τους. Και να θυμόμαστε ότι οι πραγματικές μάχες είναι με τον ίδιο μας τον εαυτό…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
www.nea-acropoli.gr
Ατζέκοι, εκδόσεις Στάχυ
www.esoterica.gr
Ο Πολεμιστής, εκδόσεις Αρχέτυπο