Το υψηλότερο στάδιο της ηθικής μορφώσεως που μπορεί να φτάσει κανένας, είναι να αναγνωρίζει ότι πρέπει να ελέγχουμε τις σκέψεις μας.
Αναμφίβολα μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του 19ου αιώνα ήταν ο Charles Robert Darwin, ο οποίος έμελλε να απασχολεί διεθνώς, για σχεδόν δύο αιώνες μετά την γέννησή του, την επιστήμη (βιολογία, γεωλογία, παλαιοντολογία, γενετική, κλπ), την πολιτική (Μαρξισμός, διαλεκτικός υλισμός, κλπ) και την κοινωνιολογία (κοινωνικός Δαρβινισμός).
Επίσης έμελλε να προκαλέσει ένα πλήθος από θεολογικά και φιλοσοφικά ερωτήματα, πυροδοτώντας κάθε είδους διαφωνίες και αντιπαραθέσεις, μεταξύ των εκπροσώπων καθενός από τους παραπάνω κλάδους της κοινωνίας.
Κι όλα αυτά κυρίως λόγω της συγγραφής των έργων «Καταγωγή των Ειδών» (1859) και «Οι Απόγονοι του Ανθρώπου» (1871), τα οποία δεν ήταν και τα μόνα που δημοσίευσε. Ακόμα και σήμερα, οι θεωρίες της εξέλιξης και της φυσικής επιλογής, έχουν τόσο ένθερμους υποστηρικτές, οι οποίοι ασπάζονται τα συμπεράσματά του, όσο και πολέμιους, που αμφισβητούν τη βάση των ισχυρισμών του, αλλά και την επιστημονική επάρκεια των μεθόδων του. Αρκεί μια υποτυπώδης έρευνα στα βιβλιοπωλεία και στο Internet, για να διαπιστώσει κάποιος ότι τα παραπάνω θέματα απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο όχι μόνο σε επιστημονικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε φιλοσοφικό.
Ο Κάρολος Δαρβίνος γεννήθηκε στο Shrewsbury της Αγγλίας στις 12 Φεβρουαρίου του 1809. Ήταν γιος του Ρόμπερτ Δαρβίνου, εύπορου φυσικού, κι εγγονός του Έρασμου Δαρβίνου, διάσημου γιατρού αλλά και θεωρητικού της βιολογίας. Η μητέρα του λεγόταν Σουζάνα και ήταν κόρη του επίσης διάσημου κεραμίστα Γιοσάια Γουέτζγουντ. Πέθανε όταν ο Κάρολος ήταν οκτώ ετών. Οι δύο παππούδες του συνδέονταν με μακροχρόνια φιλία, καθώς ήταν μέλη της Σεληνιακής Λέσχης του Μπέρμπινγκχαμ. Επρόκειτο για ένα ανεπίσημο σύλλογο που συγκέντρωνε μια φορά το μήνα, με τη Νέα Σελήνη, πολλούς επιστήμονες διανοουμένους και βιοτέχνες της επαρχίας. Σκοπός των συναντήσεων ήταν η ανταλλαγή απόψεων πάνω σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος αλλά και τεχνολογικών εξελίξεων. Έκαναν μελέτες και σχέδια σχετικά με τις ενεργειακές πηγές με έμφαση στην αξιοποίηση των λειτουργιών της φύσης. Η λέσχη αυτή αποτέλεσε ένα φυτώριο για εκείνους που προώθησαν τη βιομηχανική επανάσταση. Δεν ήταν άθεοι, όμως μελετούσαν τους ανεξήγητους νόμους της φύσης, περισσότερο με ερευνητική διάθεση παρά με την ως τότε θεολογική σημασία τους, παραβλέποντας τους δογματισμούς του Βικτοριανού Χριστιανισμού που αφορούσαν αυτούς τους νόμους.
Με τέτοιο οικογενειακό και κοινωνικό υπόβαθρο, θα περίμενε κανείς μια πετυχημένη εκ των προτέρων επαγγελματική σταδιοδρομία για τον Κάρολο. Αντίθετα όμως, οι σχολικές επιδόσεις του μικρού Καρόλου αποτέλεσαν πηγή απογοήτευσης για τον πατέρα του. Δεν ήταν το πρότυπο του συνεπούς μαθητή, αλλά τον ενδιέφεραν οι συλλογές από μέταλλα, έντομα, αυγά και πουλιά. Ωστόσο ο πατέρας του επέμενε να μορφωθεί ο Κάρολος και για αυτό τον έβγαλε από το σχολείο του Shrewsbury και τον έστειλε στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, για να σπουδάσει Ιατρική. Εκείνη την εποχή το Εδιμβούργο ήταν ένα από τα ευρωπαϊκά κέντρα διανόησης και αποτέλεσε την κοιτίδα του Σκοτσέζικου Διαφωτισμού. Ειδικότερα η Ιατρική θεωρούταν η βασίλισσα των επιστημών, κι έτσι το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου ήταν πόλος έλξης για όσους επιθυμούσαν μια σοβαρή καριέρα στον κλάδο. Παρόλα αυτά, η Ιατρική δεν ενδιέφερε τον Κάρολο. Έτσι περνούσε τον καιρό του εμπλουτίζοντας τις συλλογές του, διαβάζοντας και μελετώντας φυσική ιστορία. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την ιδέα του βιολογικού μετασχηματισμού, όταν ο φίλος του ζωολόγος Ρόμπερτ Γκραντ του εξέθεσε την θεωρία του Λαμάρκ.
Όταν η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους του Καρόλου για την Ιατρική απογοήτευσε για μια ακόμη φορά τον πατέρα του, εκείνος τον ανάγκασε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις στο Κολέγιο του Χριστού του Κέιμπριτζ. Ούτε η Ιερατική τον ενθουσίασε. Όμως περνούσε καλά στο πανεπιστήμιο και, όταν γνώρισε το βοτανολόγο παπά Τζων Στήβενς Χένσλοου, το ενδιαφέρον του για τη φυσική ιστορία αναθερμάνθηκε. Βέβαια, ο Χένσλοου ήταν στυλοβάτης της θεωρίας του Δημιουργισμού ή Κρεασιονισμού, χωρίς ωστόσο να επηρεάσει το νεαρό Κάρολο. Αντίθετα, ο φίλος του Άνταμ Σέτζγουικ ξύπνησε το ενδιαφέρον του για τη Γεωλογία. Μαζί πήγαν σε μια γεωλογική αποστολή στη Νότια Ουαλία το 1831. Εκεί το ενδιαφέρον του για τα στρώματα και τα κοιτάσματα του εδάφους εδραιώθηκε και έγινε καθοριστικός παράγοντας για τη μετέπειτα πορεία του.
Εκείνη την περίοδο, τρία από τα βιβλία που διάβασε, τον σημάδεψαν βαθιά. Το ένα ήταν ο πρώτος τόμος από το έργο «Αρχές της Γεωλογίας» του Λαϋελ, το οποίο έκανε τον Κάρολο να ασπαστεί τη θεωρία του ολοκληρωτικού «ομοιομορφισμού» ή «γιουνιφορμιταριανισμού» . Έτσι απέκτησε την άποψη ότι η γη είναι μια μηχανή που μεταβάλλει συνεχώς τη φυσική μορφή της, επηρεαζόμενη από λανθάνουσες δυνάμεις που γίνονται αντιληπτές μόνο τη στιγμή που ενεργούν. Το δεύτερο βιβλίο ήταν η «Εισαγωγή στη Μελέτη της Φυσικής Φιλοσοφίας» του Τζων Χέρσελ. Ο αστρονόμος Χέρσελ ήταν ένα θρύλος της επιστημονικής κοινότητας, κάτι σαν πρότυπο για τους επιστήμονες του 19ου αιώνα. Από αυτό το βιβλίο ο Κάρολος έμαθε να συνδέει τις υποθέσεις με τα πραγματικά δεδομένα και ουσιαστικά οδηγήθηκε στο να προσεγγίζει τα αντικείμενα της έρευνάς του με σοβαρό επιστημονικό προβληματισμό και όχι απλώς με λογικές υποθέσεις. Το τρίτο βιβλίο τον ενθουσίασε τόσο πολύ, ώστε να αποτελέσει τον κυριότερο λόγο για να επιθυμήσει διακαώς να ταξιδέψει ερευνώντας. Ήταν το έργο «Προσωπικές Αφηγήσεις του Αλέξανδρου Χούμπολντ», το οποίο ήταν ένα δημοφιλές επιστημονικό εγχειρίδιο ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
Έτσι το 1831, με παραίνεση του φίλου του Χένσλοου, ο οποίος και τον συνέστησε στο Βασιλικό Ναυτικό, ανέλαβε τη θέση του φυσιοδίφη σε ένα πλοίο, το «Μπηγκλ», που προετοιμαζόταν για υδρογραφική αποστολή. Το ταξίδι διήρκεσε πέντε χρόνια, με πορεία προς τη Δύση, από Ατλαντικό προς Ειρηνικό, περιπλέοντας τη Νότια Αμερική έως τα νησιά Γκαλαπάγκος, και στη συνέχεια τις Νότιες περιοχές της Ωκεανίας και της Αφρικής. Ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια με ατέλειωτες εξερευνήσεις στο εσωτερικό των περιοχών που προσέγγιζε το πλοίο, και ιδιαίτερα τη Νότια Αμερική και τα νησιά Γκαλαπάγκος. Όλο αυτό τον καιρό ο Κάρολος συνέλεγε δείγματα από την πανίδα, τη χλωρίδα και τα πετρώματα, παρατηρώντας διεξοδικά και καταγράφοντας με λεπτομέρειες στο ημερολόγιό του τα αντικείμενα των ερευνών του. Κάτι που του έκανε μεγάλη εντύπωση στις ατέλειωτες περιπλανήσεις του -αν και φαίνεται από τις σημειώσεις του ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού δεν το είχε επαρκώς αξιολογήσει- ήταν η τεράστια ποικιλομορφία που παρατηρούσε σε ζωικά ή φυτικά είδη που ανήκαν στη ίδια ομάδα και ήταν κατ’ ουσία όμοια μεταξύ τους. Ωστόσο, δε φαίνεται να είχε διαμορφώσει τη θεωρία του για την εξέλιξη από τότε.
Παρά όλες τις δυσκολίες του στο ταξίδι, ή και εξαιτία αυτών, ο Κάρολος αναγεννήθηκε. Η κλονισμένη του υγεία αποκαταστάθηκε και, καθώς απαλλάχθηκε από την καταπίεση του Βικτοριανού περίγυρου της Αγγλίας και ιδιαίτερα του πατέρα του, κατόρθωσε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη και να δει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Πέρα από την επιστημονική έρευνα, η περιπέτεια αυτή ήταν μια ηθική και πνευματική εμπειρία. Ο ίδιος λέει: «Ανάμεσα στις εικόνες που έχουν εντυπωθεί βαθιά στο μυαλό μου, καμία δεν ξεπερνάει σε μεγαλείο τα πρωτόγονα δάση που δεν έχουν παραμορφωθεί ακόμα από το ανθρώπινο χέρι. Κανένας δεν μπορεί να σταθεί σε αυτές τις ερημιές ασυγκίνητος και να μην αισθανθεί ότι μέσα στον άνθρωπο υπάρχει κάτι περισσότερο από την απλή πνοή του σώματός του.»
Το ταξίδι τέλειωσε το 1836. Όταν επέστρεψε στην Αγγλία, διαπίστωσε ότι οι παρατηρήσεις του και οι συλλογές του τον είχαν ήδη κάνει διάσημο. Αμέσως άρχισε να ταξινομεί το υλικό που κατά καιρούς έστελνε στην Αγγλία. Ο βιαστικός και αγχώδης τρόπος που κατέγραφε τα ευρήματά του δεν του είχαν ως τότε επιτρέψει να αποκτήσει «εξελικτική» αντίληψη. Όμως, καθώς επεξεργαζόταν τις σημειώσεις του, εμπειρίες ξεχασμένες άρχισαν να αναδύονται από το υποσυνείδητό του και να αναπλάθονται δημιουργικά, καθώς διαλογιζόταν πάνω σε αυτές. Για 18 μήνες εργαζόταν πυρετωδώς και σε αυτό το διάστημα η εικόνα που είχε για τα κάθε είδους όντα διαφοροποιήθηκε εντελώς.
Το 1839 παντρεύτηκε την Έμμα Γουέτζγουντ και άρχισε να καταγράφει μυστικά τα ανατρεπτικά συμπεράσματά του, ενώ παράλληλα διατηρούσε μια συμβατική συμπεριφορά. Ο Δαρβίνος δεν ήταν άθεος, όμως δεν μπορούσε να δεχθεί το δογματισμό του Βικτοριανού Χριστιανισμού που είχε επιβάλλει τον Κρεασιονισμό ή Δημιουργισμό, σύμφωνα με τον οποίο τα όντα είναι απαράλλαχτα ίδια όπως τα κατασκεύασε ο Θεός και τα διέσωσε ο Νώε. Και ότι η ιστορία του ανθρώπινου «αλλά και των άλλων βασιλείων» είναι συμπιεσμένη στα τελευταία 5-6.000 χρόνια, κατά την ερμηνεία που οι θεολόγοι είχαν δώσει στο βιβλίο της Γένεσης. Έτσι όπως συμβαίνει με κάθε άνθρωπο ή ομάδα με ελεύθερο και ερευνητικό πνεύμα, όταν αυτό αντιτάσσεται στους «θρησκευτικούς», «φιλοσοφικούς», «επιστημονικούς» και κοινωνικοπολιτικούς δογματισμούς της εποχής του, έτσι και ο Δαρβίνος κατηγορήθηκε άδικα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού η εκκλησιαστική επιρροή ήταν ισχυρή, η κατηγορία ήταν «άθεος», μια κατηγορία που για κάποιους ισχύει ακόμα.
Έτσι λοιπόν, η Θεωρία της εξέλιξης πολεμήθηκε κι ακόμα πολεμείται, όχι τόσο από επιστημονικούς κύκλους, όσο από θρησκευτικούς. Βέβαια σε αυτό συνέτεινε και η χρήση της από τον «αθεϊστικό Μαρξισμό» και το «διαλεκτικό υλισμό» σαν τεκμηρίωση της κοσμοθεωρίας τους. Το κυριότερο όπλο για την αμφισβήτησή της προέρχεται από το γεγονός ότι ως τώρα δεν έχει ανακαλυφθεί κάποιο εύρημα, κάποιος συνδετικός κρίκος που να συνδέει τον πίθηκο με τον άνθρωπο σαν προϊόν εξέλιξής του. Το αστείο βέβαια είναι ότι ο Δαρβίνος ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ο Άνθρωπος προέρχεται από τον πίθηκο, όπως προχείρως λέγεται από πολλούς. Αντίθετα, ο ίδιος αναφέρει: «Δεν πρέπει να κάνουμε το σφάλμα να υποθέσουμε ότι οι πρώτοι προγεννήτορες όλου του κορμού των πιθηκοειδών, συμπεριλαμβάνοντας και τον άνθρωπο, ήταν ταυτόσημοι ή έστω παρόμοιοι σε μεγάλο βαθμό με κάποιο σημερινό πίθηκο».
Λοιπόν, ποια ακριβώς είναι η άποψη του Δαρβίνου; Δημιουργία ή εξέλιξη; Σίγουρα υπάρχει μια δημιουργική Αρχή. Στην αυτοβιογραφία του εκφράζει το βαθύτατο προβληματισμό του σχετικά με «την τεράστια δυσκολία ή ακόμα το αδύνατο της σύλληψης αυτού του απέραντου και θαυμαστού Σύμπαντος σαν αποτέλεσμα καθαρής σύμπτωσης». Και κάπου αλλού λέει: «Αυτός που δεν ικανοποιείται με το να βλέπει όλα τα φαινόμενα της Φύσης σαν να ήταν τελείως ασύνδετα και σε λάθος τόπο, σα να τα προκαλούσε ένας άγριος, δεν μπορεί για μεγάλο διάστημα να συνεχίσει να πιστεύει ότι το ανθρώπινο ον είναι καρπός μιας πράξης διαφορετικής από αυτή της δημιουργίας.» Αλλά βέβαια και σαφώς υπάρχει εξέλιξη, που εκτός από τη μορφή εμφανίζεται και εσωτερικά. Εξηγεί λοιπόν την ύπαρξη των ηθικών αξιών στον άνθρωπο σαν μια πρόοδο των φυλετικών αξιών, οι οποίες με συνεχή βελτίωση και παρατεταμένη εξάσκηση έφτασαν σε ένα επίπεδο για το οποίο λέει: «Το παρόν υψηλό επίπεδο των πνευματικών και ηθικών αξιών μας είναι, χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντάμε στο να υιοθετήσουμε το συμπέρασμα που διατυπώθηκε σε σχέση με την προέλευση του ανθρώπου».
Ας δούμε λοιπόν τον άνθρωπο με τα λόγια του Δαρβίνου σχετικά με το «από πού» :
«Ο άνθρωπος με όλες τις ευγενείς ιδιότητές του, με τη συμπάθεια που αισθάνεται για τα κατώτερα πράγματα, με τη φιλανθρωπία του, που δεν περιορίζεται στους συνανθρώπους του, αλλά και στα πιο ταπεινά όντα, με το Θείο πνεύμα του, που έχει διαπεράσει την κίνηση και το σύνταγμα του Ηλιακού συστήματος -με όλες αυτές τις εξυψωμένες δυνάμεις- φέρνει ακόμα στη σωματική του κατασκευή, τη σφραγίδα της χαμηλής του προελεύσεως»
Και το «προς τα πού» :
« Επειδή πιστεύω ότι ο άνθρωπος θα γίνει, στο μακρινό μέλλον, πιο τέλειο πλάσμα απο ό,τι είναι σήμερα, μου είναι αφόρητη η σκέψη ότι αυτός και όλα τα άλλα αισθητικά όντα, είναι καταδικασμένα να συμπληρώσουν την εκμηδένιση, ύστερα από τόσο μακρινή και αργή πρόοδο. Σε αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα στην αθανασία της ανθρώπινης ψυχής, η καταστροφή του κόσμου μας δε θα φανεί τόσο τρομερή »
Απο ό,τι φαίνεται, η άποψη του Δαρβίνου για την εξέλιξη, στο βασικό της άξονα, έχει πολλά κοινά σημεία με πανάρχαιες διδασκαλίες περί κοσμογονίας και εξέλιξης, οι οποίες εξάλλου αντανακλώνται στα ιερά κείμενα των περισσοτέρων θρησκειών, αν κάποιος μελετήσει αυτά τα κείμενα με ευρύ πνεύμα που δεν επηρεάζεται από ιδιοτελείς περικοπές και δογματικές (παρ)ερμηνείες. Ή τουλάχιστον έχει περισσότερα, σε σύγκριση με μία σύγχρονη επιστήμη, που αρνείται οτιδήποτε δεν μπορεί «να βάλει κάτω από το μικροσκόπιο» ή δεν αναφέρεται στα «επίσημα» επιστημονικά εγχειρίδια.
ΠΗΓΗ: nea-acropoli.gr