Η θρησκευτική ελευθερία είναι ένα ατομικό δικαίωμα που θεμελιώνει την υποχρέωση της κρατικής εξουσίας να μην επεμβαίνει παρεμποδίζοντας ή επιβάλλοντας είτε τη διαμόρφωση είτε την εκδήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Εκδηλώνεται με δύο κυρίως τρόπους:
1. Με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, δηλαδή την ελευθερία του ανθρώπου:
- Nα πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να είναι άθρησκος,
- Nα εκδηλώνει ή να μην αποκαλύπτει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
- Να διαμορφώνει, να μεταβάλει ή να αποβάλει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις
- Να μην υφίσταται καμιά συνέπεια για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και
- Να ασκεί όλα τα ατομικά του δικαιώματα για να διαδίδει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
2. Mε την ελευθερία της λατρείας, δηλαδή την ελευθερία του ανθρώπου να εξωτερικεύει τα θρησκευτικά του συναισθήματα και την πίστη του ή να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα με συγκεκριμένες διαδικασίες και μορφές, συνήθως τελετουργικές. Η λατρεία μπορεί να γίνεται ατομικά ή ομαδικά, δημόσια ή ιδιωτικά, σε ειδικούς χώρους ή στην ύπαιθρο.
Ο όρος ανεξιθρησκεία αναφέρεται στην ανοχή που δείχνει το κράτος απέναντι στις θρησκείες που πρεσβεύουν οι πολίτες τους, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει και ανέχεται την ύπαρξη και λειτουργία διάφορων γνωστών θρησκειών. Πρόκειται ουσιαστικά για "θρησκευτική ανοχή" που αφορά κατά κύριο λόγο το αδιατάρακτο της εξωτερικής λατρείας. Αντίθετα η θρησκευτική ελευθερία είναι περισσότερο ενεργητική και υπαγορεύει στο κράτος όχι μόνο να ανέχεται τις λατρευτικές εκδηλώσεις των πιστών αλλά και να διασφαλίζει ότι αυτοί διαμορφώνουν και εκδηλώνουν ελεύθερα τη θρησκευτική τους συνείδηση.
Η θρησκευτική ελευθερία γίνεται σχετική όταν η πολιτική αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας επικρατούσας ή ε π ί σ η μ η ς θ ρ η σ κ ε ί α ς του κράτους. Ο μη χωρισμός κράτους-εκκλησίας εκφράζεται με την υποχρεωτική διδασκαλία συγκεκριμένης θρησκείας στα σχολεία, με την ορκωμοσία όταν αυτή περιβάλλεται ορισμένο θρησκευτικό τύπο, με την υποχρεωτική αργία σε συγκεκριμένες θρησκευτικές γιορτές, με την ιερολογία ως συστατικό τύπο του γάμου κ.λ.π.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Ο μύθος του Προμηθέα είναι η ιστορία ενός ήρωα που τολμά να παρακούσει τη θέληση των θεών. Τιμωρείται γι' αυτό, ωστόσο στο τέλος απαλλάσσεται από την τιμωρία του. Αν την εξετάσει κανείς μέσα από το κοινωνικό-πολιτικό κλειδί ερμηνείας, θα έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα για τη θρησκευτική ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα.
Σε όλα τα αρχαιοελληνικά πολιτεύματα και τους γνωστούς αρχαιοελληνικούς πολιτισμούς είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η ύπαρξη μιας ιδιόμορφης θρησκευτικής ελευθερίας. Ο βασιλιάς της χώρας ακολουθεί τους χρησμούς των θεών και καταφεύγει σε τελετές, θυσίες και μαντεία για να κερδίσει την εύνοιά τους. Τα μαντεία δεν ήταν μόνο χώροι ιεροί αλλά και κέντρα πολιτικών αποφάσεων. Ο βασιλιάς σεβόταν και τιμούσε τη γνώμη των ιερέων, υπήρχε κυρίαρχη θρησκεία ωστόσο, οι αρχαιοελληνικές κοινωνίες ήταν ανοιχτές σε νέες λατρείες (Ορφέας, Σέραπις κ.τ.λ.).
Η θρησκευτική αυτή ελευθερία οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες: Καταρχήν δεν υπάρχει Βίβλος που να αναγκάζει τους πιστούς να μείνουν πιστοί στο γράμμα της. Έπειτα οι αρχαιοελληνικές θεότητες είναι ανθρωπομορφικές, ενσαρκώνουν αξίες, ιδέες και αρετές και δεν περιορίζονται σε έναν κλειστό αριθμό, γεγονός που διευκολύνει την εισροή νέων θεοτήτων.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που η θρησκεία μπαίνει στην υπηρεσία του "ωραίου", τροφοδοτεί την αρχαία ελληνική τέχνη, χωρίς να την περιορίζει σε συγκεκριμένες τεχνικές και καλούπια.
Φυσικά, ιστορικό διώξεων υπάρχει στην Αθήνα: Ο Σωκράτης θανατώθηκε γιατί εισήγαγε "καινά δαιμόνια", ο Αναξαγόρας εξορίστηκε γιατί πρόσβαλλε παραδομένες πεποιθήσεις, ο Πρωταγόρας και ο Διαγόρας ο Μήλιος έφυγαν από το "κλεινόν άστυ" για να αποφύγουν την ποινική δίωξη. Ωστόσο ίσως θα πρέπει να αναζητηθούν τα βαθύτερα αίτια αυτών των διώξεων καθώς κανένα φιλοσοφικό ή θρησκευτικό κίνημα δεν υπέστη ομαδικές διώξεις, ούτε καν οι μαθητές των προαναφερόμενων φιλοσόφων.
Στην ελληνιστική εποχή, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο εκπολιτιστής στρατηγός, μεταφέρει τη θρησκεία του στις χώρες που κατακτά, δεν διστάζει όμως να την εμβολιάσει με τοπικά στοιχεία.
ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Η σχέση θρησκείας και πολιτικής ηγεσίας στην Ρώμη είναι ιδιάζουσα έτσι ώστε με δυσκολία θα μπορούσε να τεθεί σε ένα πλαίσιο και να χαρακτηριστεί με έναν μόνο όρο. Η κοσμική εξουσία έχει μυστικιστικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, υπάρχει επίσημη θρησκεία στη Ρώμη ωστόσο οι Ρωμαίοι πολίτες - ακόμη και ο ρωμαϊκός στρατός - μπορούν ελεύθερα να τιμούν με επίσημες τελετές κι άλλους θεούς.
Η επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους έχει δύο αντικείμενα λατρείας: τον αυτοκράτορα και την τριάδα Jupiter, Juno, Minerva που λατρέυονται στο Καπιτώλιο.
Οι άνθρωποι συγκεντρώνονται στους ναούς που είναι αφιερωμένοι στην αυτοκρατορική λατρεία ή στα Καπιτώλια των διάφορων επαρχιακών πόλεων όπου ευχαριστούν και τιμούν όχι το πρόσωπο του αυτοκράτορα αλλά την θεϊκή δύναμη στην οποία η αυτοκρατορία οφείλει την ύπαρξή της.
Παράλληλα, στους κόλπους της αυτοκρατορίας γεννιούνται και αναπτύσσονται θρησκευτικά και φιλοσοφικά ρεύματα: οι Στωικοί, ο Νεοπλατωνισμός, ο Νεοπυθαγορισμός κ.α.
Ταυτόχρονα δεν εγκαταλείπεται η μελέτη των άστρων, οι τοπικές θεότητες, οι λατρεία συντεχνιών καθώς και η ελληνορωμαϊκή θρησκεία.
Ουσιαστική σημασία έχει το γεγονός ότι οι κάτοικοι των επαρχιών, των περιοχών που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι, τιμούν τις δικές τους τοπικές θεότητες: Οι Κέλτες τις νεράιδες (matres) και τις νύμφες των ποταμών και των δασών, οι Θράκες το θεό πολεμιστή με το όνομα «Ήρως», οι Αφρικανοί τους παλιούς βερβερικούς και σημιτικούς θεούς τους, οι Ανατολίτες τη Μεγάλη Μητέρα κ.ο.κ.
Στα σύνορα μιας αχανούς οικουμενικής αυτοκρατορίας με έντονη εμπορική κίνηση, είναι εύκολη η διάδοση των διάφορων θρησκευτικών ρευμάτων. Η «πεφωτισμένη δεσποτεία» μάλιστα, η οποία βασίζεται στις αρχές του στωικισμού, είναι πρόθυμη να ευνοήσει τη διάδοση του ανατολικού μυστικισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του πλουραλισμού αποτελεί η περίπτωση του Ελαγάβαλου, ιερέα του συριακού θεού Ήλιου και ρωμαίο αυτοκράτορα τον 3ο μ.Χ. αι., ο οποίος με επισημότητα γιορτάζει στη Ρώμη τους γάμους του θεού του με την καρχηδονιακή θεά Τάνιτα.
Η πρώτη θρησκευτική κοινότητα με την οποία η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έρχεται σε ρήξη είναι η χριστιανική κοινότητα. Τα αίτια της σύγκρουσης ίσως πρέπει να αναζητηθούν στην αμφισβήτηση της χριστιανικής κοινωνίας προς την πολιτική εξουσία. Αρχίζει να εφαρμόζεται η πολιτική των θρησκευτικών διώξεων που ήταν ξένη προς την παραδοσιακή πολιτική της αυτοκρατορίας, αν και ήδη από την εποχή του Τραϊανού υπήρχε ένας νόμος που τις καθιστούσε νόμιμες. Η σύγκρουση χριστιανισμού και ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εντάθηκε την εποχή των αυτοκρατόρων Μαξιμίνου, Δέκιου και Βαλεριανού και κορυφώνεται στα χρόνια της βασιλείας του Διοκλητιανού και των διαδόχων του.
ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Από το 324 μ.Χ. αρχίζει στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία να γίνεται αισθητή η χριστιανική κυριαρχία. Ο αυτοκράτορας εγκαταλείπει τον παλιό ρωμαϊκό όρο "princeps"= ο πρώτος πολίτης του κράτους) και γίνεται πλέον dominus (=κυρίαρχος). Κυβερνά ως "ηθελημένος" ή "εκλεκτός" του θεού, δηλαδή ως κυβερνήτης που του δόθηκε η εξουσία με τη θεία χάρη. Η Εκκλησία συμμετέχει ενεργά στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας και αξιώνει από τον μονάρχη να προσαρμοστεί στις ηθικές της αρχές. Εξαίρεση αποτελεί η βασιλεία του Ιουλιανού (361-363) ο οποίος αποστρέφεται τον χριστιανισμό και για τον λόγο αυτό θα μείνει στην ιστορία γνωστός ως παραβάτης.
Ο Κωνσταντίνος ωστόσο εξακολουθεί να είναι ο αυτοκράτορας όλων των Ρωμαίων. Για το λόγο αυτό συνεχίζει να φέρει τον τίτλο "Μέγας Αρχιερέας" (Pontifex Maximus) και συμφωνεί με τον Λικίνιο να εκδοθεί το διάταγμα της ανεξιθρησκίας (Μιλάνο 313 μ.Χ.-Διάταγμα του Μεδιολάνου). Οι διάδοχοί του, ωστόσο, με προκήρυξη καταδικάζουν τα λατρευτικά έθιμα της αρχαίας θρησκείας (341) και με αυστηρούς νόμους απαγορεύουν τη λειτουργία των ναών (356).Ο Θεοδόσιος χαρακτηρίζει την αρχαία θρησκεία «εθνική δεισιδαιμονία» και την κηρύττει παράνομη. Καθιστά τον χριστιανισμό κρατική θρησκεία και ξεκινά μια εκστρατεία διώξεων των εθνικών θρησκειών και των αιρέσεων.
Το 438 ο Θεοδόσιος ο Β΄ θα εκδώσει τον Θεοδοσιανό Κώδικα που αποτελεί την πρώτη κωδικοποίηση νόμων εμπνευσμένη από τον χριστιανισμό. Την πολιτική του χριστιανικού κράτους ακολούθησαν με περισσότερο ή λιγότερο ζήλο και όλοι οι διάδοχοι αυτοκράτορες (Ιουστινιανός κ.α.)
Σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινή αυτοκρατορίας κοσμική και θρησκευτική εξουσία συγχέονται, επίσημη θρησκεία είναι ο χριστιανισμός και οποιαδήποτε αίρεση ή άλλη θρησκεία διώκεται με φανατισμό (π.χ. περίοδοι εικονομαχίας). Πρόκειται για μια περίοδο που είναι αδύνατον να ανιχνεύσει κανείς οποιοδήποτε στοιχείο θρησκευτικής ελευθερίας.
ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ
Την ίδια περίοδο η δυτική Ευρώπη διανύει την περίοδο του Μεσαίωνα. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έχει διαμελιστεί. Το 754 ο Πάπας μετά από μια συμφωνία του με το κράτος των Φράγκων, χαρίζει στη δυτική εκκλησία τα δικά της εδάφη. Δημιουργείται έτσι ένα παπικό κράτος με κοσμική εξουσία και έντονη προσηλυτιστική δράση. Η εκκλησία της Ρώμης και το κύρος της παπικής εκκλησίας που ως τότε στηριζόταν στο βυζαντινό αυτοκράτορα, μεγαλώνει.
Από τον 9ο αιώνα, τα κράτη της Ευρώπης είναι φεουδαρχικά. Οι φεουδάρχες προέρχονταν συχνά και από τους κόλπους του κλήρου, είναι επίσκοποι, ηγούμενοι, κ.τ.λ. αλλά αναγνωρίζουν ως ανώτερούς τους τους κοσμικούς άρχοντες. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε σύγκρουση την κορυφή της δυτικής εκκλησίας, τον Πάπα, με την πιο δυνατή κρατική εξουσία της Ευρώπης τότε, τον γερμανό αυτοκράτορα. Η αναμέτρηση αυτή ανάμεσα στον πάπα Γρηγόριο Ζ΄ Χίλντεμπραν και στον αυτοκράτορα Ερρίκο Δ' διαρκεί από το 1076 ως το 1122 και είναι χαρακτηριστική για τις σχέσεις εκκλησίας - κοσμικής εξουσίας και για το κλίμα στην Ευρώπη τότε. Σε κάποια Σύνοδο ο Ερρίκος τολμά να ζητήσει την καθαίρεση του Πάπα. Ο Πάπας απαντά με την τιμωρία του αναθεματισμού. Ο αυτοκράτορας απομονώνεται από τους υπηκόους του γιατί θεωρείται μεγάλη αμαρτία να σχετίζεται κανείς με πρόσωπο που έχει αναθεματιστεί. Ο αυτοκράτορας, τον χειμώνα του 1077, με μια μικρή ακολουθία πηγαίνει στον Πύργο της Κανόσσας της Κάτω Ιταλίας. Φτωχικά ντυμένος και παγωμένος περιμένει τρία μερόνυχτα έξω από την πύλη, χωρίς ο Πάπας να τον δέχεται. Στο τέλος τον δέχεται και τον «λύνει» από το ανάθεμα. Η σύγκρουση συνεχίζεται. Η εκκλησία βγαίνει νικήτρια και καθοδηγεί τις Σταυροφορίες.
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Ακόμη και στα χρόνια της Αναγέννησης, οι θρησκευτικοί διωγμοί της Εκκλησίας απέναντι σ' αυτούς που αμφισβητούν τα δόγματά της είναι ιδιαίτερα έντονοι. Η Ιερά Εξέταση δρα ανενόχλητη και καταδικάζει σε θάνατο επιστήμονες και όσους θεωρεί μάγους.
Ανάμεσα στο 1482 και 1525 υπολογίζεται ότι μόνο στην Ισπανία 234.526 άτομα καταδικάστηκαν από την Ιερά Εξέταση ως αιρετικοί. Στην Ιταλία ανάμεσα στο 1566 και 1629 ο Καρνεζέκι, ο Παλεάριο και ο Μπρούνο καίγονται ζωντανοί στη Ρώμη. Ο Βανίνι καίγεται στην Τουλούζ. Ο Καμπανέλλα βασανίζεται σκληρά και φυλακίζεται 27 χρόνια στη Νάπολη. O Σάρπι δοκιμάζει το μαχαίρι του δολοφόνου. Ο Γαλιλαίος, μπροστά στην απειλή της Ιεράς Εξέτασης αναγκάζεται να απαρνηθεί τις ιδέες του.
Μυστικιστές και επιστήμονες που τολμούν να μελετήσουν το σύμπαν και να διατυπώσουν τους νόμους της Φυσικής διώκονται με φανατισμό.
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
"Sapere aude" (τόλμησε να μάθεις): αυτό είναι το σύνθημα του Διαφωτισμού, όπως το διατύπωσε ο Εμμάνουελ Καντ και είναι σαφής ο αντιεκκλησιαστικός του χαρακτήρας. Οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού επιχειρούν να αφαιρέσουν από τη γνώση το θρησκευτικό της περίβλημα.
Οι Διαφωτιστές υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να γίνονται διακρίσεις με βάση τις θρησκευτικές ή ηθικές πεποιθήσεις των ανθρώπων και ότι οι δοξασίες των άλλων πολιτισμών δεν είναι εκ φύσεως κατώτερες από αυτές του ευρωπαϊκού χριστιανισμού.
Η Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 αναγνωρίζει τελικά την ανεξιθρησκία στο άρθρο 10 : «Κανείς δεν πρέπει να ενοχλείται για τις γνώμες του, ακόμη και για τις θρησκευτικές, αρκεί να μη διαταράσσει τη δημόσια τάξη που καθιερώνει ο νόμος». Είναι η πρώτη ευρωπαϊκή αναγνώριση της ανεξιθρησκίας. Έχει ήδη προηγηθεί η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Βιργινίας (Bill of Rights, 1776) κατά τον αμερικανικό αγώνα ανεξαρτησίας.
Σήμερα μετά την πανηγυρική εξαγγελία από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 (άρθρο 18), η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται από το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο έχει υπέρτερη ισχύ σε σχέση με τους κοινούς νόμους του κράτους, καθώς και από το άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. (1966) για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.
Στην Ελλάδα το πρώτο Σύνταγμα της επαναστατικής περιόδου, το Σύνταγμα της Επιδαύρου καθιερώνει την ανεξιθρησκία στο πρώτο του άρθρο. Το ισχύον Σύνταγμα προστατεύει στο άρθρο 13 τόσο την θρησκευτική ελευθερία όσο και την ανεξιθρησκία:
«1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. 2. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από της θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός». Αναγνωρίζεται πάντως ως επίσημη θρησκεία του κράτους την χριστιανική. Εξάλλου, το ίδιο το Σύνταγμα έχει συνταχθεί στο όνομα της Αγίας Τριάδας..."