ΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΜΑΝΙΑ (ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ)
Το δεύτερο είδος μανίας είναι η Τελεστική ή τελετουργική μανία, η μανία του Διόνυσου. Η λειτουργία της είναι καθαρά καθαρτική με την ψυχολογική έννοια, επειδή καθαρίζει το άτομο από εκείνες τις μολυσματικές άλογες ορμές οι οποίες όταν παρεμποδίζονται προκαλούν το ξέσπασμα της ορχηστικής μανίας και παρόμοιων εκδηλώσεων ομαδικής υστερίας. Έτσι οι ορμές αυτές ανακουφίζονταν με την τελετουργική διέξοδο. Σκοπός της λατρείας του Διόνυσου ήταν η έκστασης που μπορούσε να σημαίνει τα πάντα από το «γίνομαι εκτός εαυτού», μέχρι την βαθιά αλλαγή της προσωπικότητας.
Ο οικείος κόσμος όπου οι άνθρωποι με τέτοια ασφάλεια και άνεση έχουν οργανωθεί, αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει πλέον. Ο πάταγος της έλευσης του Διόνυσου τον έχει σαρώσει. Όλα άλλαξαν. Πρόβαλε ο αρχέγονος κόσμος, ανοίχτηκαν τα βάθη του είναι, οι αρχέγονες μορφές κάθε δημιουργικού και καταστροφικού στοιχείου βγήκαν στην επιφάνεια και τίναξαν στον αέρα την εικόνα του εύτακτου κόσμου στην οποία είναι κανείς εθισμένος. Η μορφή της αλήθειας αυτής είναι ο μανιασμένος. Στο μύθο, όταν είναι παρόν ο Διόνυσος αναβλύζουν θρεπτικές, μεθυστικές πηγές από το έδαφος, οι βράχοι ανοίγουν και τρέχουν από μέσα τους ρυάκια. Κάθε τι κλειστό ανοίγει. Πανάρχαιοι κανόνες έχουν χάσει την δύναμή τους και τα μεγέθη του χωροχρόνου δεν ισχύουν πλέον.
Στις Βάκχες του Ευριπίδη διαβάζουμε «Στο χώμα ρέει γάλα, ρέει κρασί, ρέει νέκταρ μελισσών και στον αέρα υπάρχει ατμός σαν από συριακό θυμίαμα» (Βάκχες 141). Οι κατεχόμενες από τον θεό γυναίκες αντλούν γάλα και μέλι από τα ποτάμια. Χτυπούν με τον θύρσο βράχους και εκρέει δροσερό νερό. Τον κατεβάζουν στην γη και αναβλύζει μία πηγή κρασιού. Αν θέλουν γάλα ξύνουν με τα δάκτυλα το χώμα και βγαίνει και από το ξύλο του κισσού που έχουν φτιάξει τους θύρσους στάζει μέλι. Η φωτιά δεν τις καίει, (όπως τους αναστενάρηδες) σιδερένιο όπλο δεν τις πληγώνει και φίδια γλείφουν τον ιδρώτα του προσώπου τους. Και αυτές μέσα από την μανία γίνονται ένα με τον θεό.
Ήδη οι ονομασίες του Διόνυσου τον χαρακτηρίζουν σαν θεό παραληρηματικής αγριότητας. Ονομάζεται «ηχηρός», βρώμιος, είναι αυτός που «βοά δυνατά». Από τους αλαλαγμούς (ευοί) που αντηχούσαν ονομάστηκε Εύιος και οι γυναίκες του εσμού του Ευάδες. Βροντόφωνα και διαπεραστικά όργανα τον συνόδευαν, όπως βλέπουμε σε αναπαραστάσεις.. Ο τάραχος που συνοδεύει την είσοδο του Διόνυσου και της θείας ακολουθίας του, ο τάραχος που προκαλεί ο ανθρώπινος εσμός, κατειλημμένος με το πνεύμα του θεού, είναι ένα γνήσιο σύμβολο πνευματικής έκστασης. Και στην πιο μεγάλη της ένταση συμβαίνει ο πάταγος της μανίας να είναι στην πραγματικότητα η πιο βαθιά σιωπή. Παραληρηματικός θόρυβος και παγωμένη σιωπή είναι απλώς μορφές του ανώνυμου αυτού που ξεπερνά κάθε σύλληψη.
Σε παραστάσεις η Μαινάδα μας τρομάζει με το παγωμένο της βλέμμα, τα μάτια της που κοιτάζουν άγρια, τα μαλλιά της που ανεμίζουν την γλώσσα που βγαίνει προς τα κάτω και την μανιώδη κίνηση με το κεφάλι γερμένο στη μια πλευρά. Στέκει όμως ολόρθη βυθισμένη στη σιωπή, ασυγκίνητη. Η ζοφερή σιωπή αναφέρεται σαν χαρακτηριστικό των κατειλημμένων από τον Διόνυσο γυναικών. Για τους μελαγχολικούς και σιωπηρούς χαρακτήρες έλεγαν ότι μοιάζουν στις Βάκχες, επειδή είναι στον τύπο τους να σιωπούν. (επί των αεί στυγνών και σιωπηλών, παρόσον αι Βάκχαι σιωπώσιν. Βάκχης τρόπον. Σουϊδας). Οι Μαινάδες κατεχόμενες από τον Διόνυσο ξεχύνονται ορμητικά, στροβιλίζονται μέσα σε δίνες μανίας ή στέκουν σιωπηλές σαν νάχουν πετρώσει. Ο Αισχύλος λέει ότι ο ήχος του αυλού είναι παρακινητής της μανίας.
Αλλες θεότητες που προκαλούν ψυχικές διαταραχές είναι η Εκάτη, η «Μητέρα των θεών», ο Αρης, ο Ποσειδώνα και ο Πάνας και οι Κορύβαντες.
Η σαφέστερη εικόνα περί Κορυβαντισμού, είναι ότι πρόκειται για μορφή μανίας που οφείλεται στους Κορύβαντες, δηλ. πνεύματα συνδεόμενα με την μεγάλη θεά της Φρυγίας και της Μικράς Ασίας την Μητέρα των Θεών. Οσοι κατέχονται από αυτή την μανία ονομάζονται κορυβαντιώντες δηλ «αυτοί που κάνουν τους Κορύβαντες», συνεπώς πρόκειται για ειδική μανία. Οι Κορύβαντες, όπως και οι κρήτες Κουρήτες, όπως και ο Πάνας και άλλα πνεύματα, μπορούσαν να προκαλέσουν ψυχικές διαταραχές. Στον Αριστοφάνη βρίσκουμε το σχόλιο ότι «τα Μυστήρια των Κορυβάντων έχουν σαν σκοπό τον καθαρμό δια μανίας»,το αναφέρει στις Σφήκες, και λέει ότι αυτά τα Μυστήρια ήταν συνηθισμένα για να θεραπεύουν την μανία.
Το ίδιο φαινόταν να κάνει και η Κυβέλη καθώς και η Εκάτη. Υπάρχει μεγάλη ομοιότητα στην Κορυβαντική αγωγή και στην παλαιά Διονυσιακή αγωγή. Και οι δύο επιταχύνουν την κάθαρση χρησιμοποιώντας ένα μεταδοτικό «οργιαστικό» χορό, συνοδευόμενο από το ίδιο είδος οργιαστικής μουσικής, ήχοι παιγμένοι κατά τρόπο φρυγικό στον αυλό και στο τύμπανο. Ο εκστατικός χορός είναι χαρακτηριστικό του Κορυβαντισμού. Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Κορύβαντες χορεύουν μαινόμενοι, ο Στράβωνας ότι είναι δαιμονόπληκτοι χορευτές και ότι το ρήμα κορυβαντιάν, δηλ. κάνω τον Κορύβαντα, χρησιμοποιείται για αυτούς που φρενιάζουν υπό το κράτος της μανίας.. Η Κορυβαντική μανία προκαλεί καρδιακή ταραχή, χύνουν πολλά δάκρυα, βγάζουν άγριες κραυγές, έχουν ακουστικές φαντασιώσεις. Βέβαια όπως σε όλες τις μορφές μανίας μετά τον παροξυσμό επέρχεται ανακούφισης.
Στον Πλατωνικό διάλογο Ευθύδημο λέει ότι ο εξορκισμός των Κορυβάντων κατέληγε σε πραγματική Μύηση, στην τελετή της ενθρόνισης, και ο μαινόμενος αποκτά νέα προσωπικότητα Όταν τελικά ο χορευτής καταβληθεί από την εξάντληση, αισθάνεται απελευθερωμένος και λυτρωμένος όχι μόνο από την μανία του, αλλά και από καθετί που προηγουμένως τον καταπίεζε : αυτός είναι ο «καθαρμός δια της μανίας». Τα δύο είδη λατρείας απευθύνονταν σε όμοιους ψυχολογικά τύπους και παρήγαγαν όμοιες ψυχολογικές αντιδράσεις. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πλάτωνα τα φυσικά συμπτώματα των «κορυβαντιώντων» ήταν υστερικά κλάματα και άγρια χτυπήματα της καρδιάς (Συμπ. 215 Ε) και όλα αυτά συνοδεύονταν από ψυχική διαταραχή. Οι χορευτές ήταν «έξω φρενών», όπως οι χορευτές του Διόνυσου και προφανώς έπεφταν σε κάποιο είδος καταληψίας.
Σύμφωνα πάλι με τον Πλάτωνα οι αρρώστιες που οι Κορύβαντες θεραπεύουν είναι «φοβίες ή αγχώδη αισθήματα που τα προκαλεί μία νοσηρή ψυχική κατάσταση (δείματα δι' έξιν φαύλην της ψυχής τινά Νόμοι 790 Ε)
Ο Πλάτωνας γνωρίζει την μανία του φιλόσοφου (μανία και βακχεία, Συμπ. 218b), και ο Schelling λέει «από τον καιρό του Αριστοτέλη έχει γίνει κοινός τόπος να λέμε ότι χωρίς μία κατάσταση μανίας δεν επιτυγχάνεται τίποτα μεγάλο. Όποιος παράγει κάτι ζωντανό πρέπει να καταδύεται στους μυχούς όπου κατοικούν οι δυνάμεις της ζωής. Και όταν αναδύεται, υπάρχει μια λάμψη στα μάτια του γιατί εκεί κάτω κατοικεί ο θάνατος μαζί με την ζωή.»
Η εμπειρία των παραδοσιακών λαών μας λέει : όπου κινείται κάτι ζωντανό εκεί κοντά υπάρχει και ο θάνατος. Και στο βαθμό που αυτό είναι ζωντανό, μεγαλώνει και η εγγύτητα του θανάτου μέχρι που φτάνει στην ύψιστη στιγμή, στην μαγεία της νέας δημιουργίας, όπου ζωή και θάνατος συναντιόνται . Η ζωή έχει βάθος επειδή είναι μεθυσμένη από θάνατο. Εκεί που η ζωή αναγεννιέται εκ νέου για μια στιγμή πέφτει το παραπέτασμα μεταξύ αυτής και του θανάτου
Οι νεκρικές τελετές των λαών συνέπεφταν με την έναρξη της άνοιξης. Τα πνεύματα του βασιλείου των νεκρών είναι παρόντα στην αφύπνιση της φύσης. Ο οργασμός της άνθησης και της γονιμότητας σκιάζεται από την αύρα του θανάτου. Τα Ανθεστήρια ήταν η πιο σημαντική νεκρική γιορτή στην Αθήνα και γινόταν στην αρχή της άνοιξης. Πίστευαν ότι εκείνη την ημέρα οι νεκροί επισκέπτονταν τους ζωντανούς και διέμεναν μαζί τους έως ότου μία τελετουργική φράση σήμαινε ότι πλησιάζει η ώρα για να απομακρυνθούν.
Ο Διόνυσος είναι ο επισκέπτης και ο κάτοικος του κόσμου των νεκρών, προτού εμφανιστεί κοιμόταν στον οίκο της Περσεφόνης, ο Νύκτιος. Ο Ηράκλειτος λέει «Ο Άδης και ο Διόνυσος με τον οποίον μαίνονται και λυσσούν είναι ένας και αυτός». Από το μυχό της ζωής που λόγω του θανάτου έγινε αβυσσαλέος αναδύεται κάθε εκδήλωση μέθης. Από εδώ πηγάζει η μουσική η Διονυσιακή , και μεταμορφώνει τον κόσμο στον οποίο η ζωή έγινε συνήθεια και εξασφάλιση και ο θάνατος απειλητικό κακό.
Από την άβυσσο κατάγεται και η έκσταση και η μαντική, Η ζωή μέσα στην υπερβολή της εκδηλώνει την μανία. Η μανία που ονομάζεται Διόνυσος δεν είναι ασθένεια, εξασθένιση της ζωής, αλλά η άκρα υγεία, η θύελλα που ξεσπά από τα ίδια τα έγκατα της όταν ωριμάζει και ορμά προς την υπέρβασή της. Και η βαθιά διέγερση με την οποία αγγέλλεται αυτή η μανία βρίσκει την γλώσσα της στην Μουσική και στον χορό.