Σύμφωνα με την λαϊκή πίστη, όλο το Δωδεκαήμερο, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα, έρχονται στη γη οι Καλικάντζαροι και πειράζουν τους ανθρώπους.
Για τον Ν. Πολίτη (“Παραδόσεις”), οι Καλικάντζαροι είναι πλάσματα της νεοελληνικής μυθολογίας και αφορμή για τη δημιουργία τους έδωσαν οι μεταμφιέσεις που γίνονταν τις ημέρες του Δωδεκαήμερου και φόβιζαν, ενοχλούσαν τους ανθρώπους.
Άλλοι μελετητές, όπως ο Κ. Ρωμαίος (“Καλικάντζαροι”), ο Δ. Λουκόπουλος (“Η λαϊκή πίστη των Φαράσων”), αποδίδουν τη δοξασία των Καλικάντζαρων στην αρχαία Ελλάδα και λένε ότι τα δαιμόνια του Δωδεκαήμερου είναι οι ίδιες οι “κήρες”, οι ψυχές που κατοικούν στον Άδη. Αυτές τις ημέρες, που ο Άδης ήταν ανοιχτός επέστρεφαν στον κόσμο και με διάφορους τρόπους ενοχλούσαν τους ανθρώπους και κυρίως μόλυναν τις τροφές. Με διάφορες Τελετές οι άνθρωποι τις εξευμένιζαν και προσπαθούσαν να προφυλαχτούν απ’ αυτές. Και σήμερα οι άνθρωποι με ανάλογες μεθόδους και προσφορές εξευμενίζουν τους Καλικάντζαρους.
Κυρίως η φωτιά είναι αυτή που έχει αποτρεπτική δύναμη, όπως πιστεύουν και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Γι’ αυτό, ολόκληρο το Δωδεκαήμερο πρέπει να καίει η φωτιά στο τζάκι, που ανάβει την παραμονή των Χριστουγέννων. Το κούτσουρο που χρησιμοποιείται λέγεται “χριστόξυλο” ή “δωδεκαμερίτης” ή “σκαρκάντζαλος” και προέρχεται από αγκαθωτό δένδρο (αχλαδιά ή αγριοκερασιά). Το μισοκαμμένο κούτσουρο που μένει, καθώς και η στάχτη της φωτιάς, θεωρείται ότι έχουν αποτρεπτική και προφυλακτική δύναμη για το χαλάζι, τους κεραυνούς, τις αρρώστιες. Σε κάποιες περιοχές γίνονται σπονδές λαδιού και κρασιού στο τζάκι, κατάλοιπο αρχαίων λατρειών φωτιάς.
Στην Β. Ελλάδα και στον Πόντο την παραμονή των Χριστουγέννων ανάβουν μεγάλες φωτιές στις πλατείες και τους δρόμους του χωριού ή σε ψηλά μέρη.
Τόσο η χαμηλή φωτιά στο τζάκι, όσο και οι μεγάλες φωτιές που ανάβουν στην ύπαιθρο, κατά τη γνώμη πολλών εθνολόγων, προέρχονται από τις αρχαίες Τελετές του Χειμερινού Ηλιοστασίου. Οι φωτιές αυτές συμβολίζουν τον ίδιο τον Ήλιο, που πεθαίνει φαινομενικά και ανασταίνεται αμέσως. Άλλωστε είναι γνωστή η προέλευση της ημερομηνίας της γέννησης του Χριστού από τις Τελετές του Μίθρα, του Αήττητου Ήλιου, που τελούνταν στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο.
Άλλο έθιμο του Δωδεκαήμερου, που υπήρχε στη Β. Ελλάδα και τον Πόντο, είναι οι μεταμφιέσεις. Οι ομάδες των μεταμφιεσμένων παίρνουν μορφή άγριων ζώων και έχουν διαφορετικές ονομασίες σε κάθε περιοχή: στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία λέγονται “Ρογκάτσια” ή “Ρογκατσάρια”, στον Πόντο λέγονται “Μωμόεροι”. Οι ομάδες αυτές περιφέρονταν στους δρόμους και επισκέπτονταν τα σπίτια, τραγουδώντας και μαζεύοντας δώρα. Επίσης γίνονταν συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων Ομάδων.
Ανάλογα έθιμα συναντάμε και σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς.
Κατά τους εθνολόγους, οι μεταμφιεσμένοι των Χριστουγέννων δεν συμβολίζουν μόνο τις σκοτεινές δυνάμεις του Χειμώνα, αλλά και τους δαίμονες της βλάστησης, καθώς επίσης και τις Ψυχές των προγόνων. Άλλωστε είναι γνωστή η σύνδεση της Λατρείας των Νεκρών με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο. Την ημέρα των Χριστουγέννων γίνονται επισκέψεις στα νεκροταφεία και προσφορές στους νεκρούς. Επίσης πηγαίνουν στην εκκλησία συκώτι, κρασί και κουλούρια, που τα μοιράζουν στον κόσμο και “πίνουν μια μακαριά”.
Μεγάλη σημασία δίνεται στο δείπνο των Χριστουγέννων, στις 24 Δεκεμβρίου. Τα φαγητά είναι πλούσια και πολλές φορές φτάνουν ακόμα και τα 9 διαφορετικά είδη. Το κύριο φαγητό είναι ο χοίρος και φαίνεται ότι η χοιροσφαγία προέρχεται από τους αρχαίους Ρωμαίους αγρότες, που θυσίαζαν χοίρο κατά τα Σατουρνάλια (17-25 Δεκεμβρίου) προς τιμήν του Κρόνου και της Δήμητρας. Στη Β. Ελλάδα το πιο συνηθισμένο καρύκευμα του χοιρινού είναι λάχανο στην άρμη, που θεωρείτο στην αρχαιότητα θεραπευτικό μέσο και το χρησιμοποιούσαν στη λατρεία των Θεών της Ιατρικής, κυρίως του Απόλλωνα. Τα υπολείμματα του Χριστουγεννιάτικου δείπνου θεωρούνται ιερά και τα ρίχνουν στα χωράφια, για να δώσουν ευφορία, αλλά και ως προσφορά στα ξωτικά της φύσης.
Αυτή τη νύχτα γίνεται και “το κέρασμα της βρύσης”, δηλαδή προσφορές στο πνεύμα των νερών (Ήπειρος).
Τη νύχτα των Χριστουγέννων γίνονται και μαντείες, κυρίως με εμπυροσκοπία: ρίχνουν κόκκους σιταριού, (ή χλωρά φύλλα ελιάς ή καρυδιάς) πάνω στην καυτή πλάκα της παραστιάς. Από τον τρόπο που θα πηδήξουν ή θα απανθρακωθούν οι κόκκοι, μαντεύουν την τύχη του ατόμου. Στη συνέχεια ρίχνουν τους σπόρους στη βρύση ή στο πηγάδι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γ.Α. ΜΕΓΑΣ «Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας» Εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, Αθήνα 1932
Δημήτριος Σ. Λουκάτος « Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία» Εκδ. ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, Αθήνα 1978