ΑΡΘΡΑ
Μια πλούσια αρθογραφία, σχετικά με τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, τον εσωτερισμο, την επιστήμη και άλλα ένδιαφέροντα θέματα.
Φιλοσοφικά ρεύματα : Αναγέννηση - Διαφωτισμός

Ευρετήριο Άρθρου

 

Μ Ε Τ Α Ρ Ρ Υ Θ Μ Ι Σ Η (16ος αι.)

Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση ή απλώς Μεταρρύθμιση, ήταν ένα θρησκευτικό κίνημα του 16ου αιώνα, το οποίο περιλάμβανε δυο κύριες φάσεις: την Προτεσταντική Επανάσταση που ξέσπασε το 1517 και κατέληξε στην απόσχιση μεγάλου τμήματος της βόρειας Ευρώπης από το ρωμαιοκαθολικό δόγμα, καθώς και την καθολική μεταρρύθμιση που έφτασε στο ζενίθ της γύρω στο 1560. Η Μεταρρύθμιση άρχισε ουσιαστικά στη Γερμανία το 1517, όταν ο Λούθηρος συνέταξε τις περίφημες 95 θέσεις του, με τις οποίες καταδίκαζε την πώληση συγχωροχαρτιών και την απόλυτη εξουσία του Πάπα, και τις τοιχοκόλλησε στην πόρτα της μητρόπολης της Βιτεμβέργης. Η θρησκευτική θεωρία της Μεταρρύθμισης αποτελεί σώμα αρχών για το δόγμα του Προτεσταντισμού, με βασικούς υποστηρικτές, εκτός από το Λούθηρο, τον Καλβίνο και το Ζβίγγλιο. Ξεκινά έτσι μια ουσιαστική αλλαγή νοοτροπίας, που ξεπερνά την πίστη στο αλάθητο της παπικής εξουσίας και εγκαινιάζεται έτσι η νέα σκέψη, πάνω στη εσωτερική όψη της θρησκείας, ανοίγοντας πόρτες για την ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης που ανθεί στην επόμενη περίοδο του Διαφωτισμού.


ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΙ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ (17ος αι.)

Ήδη από το 16ο αιώνα, Ο Μονταίν εφάρμοσε το σκεπτικισμό, που πήρε την πιο ακραία μορφή του με το Ρενέ Ντεκάρτ στα μέσα του 17ου αιώνα, ο οποίος εισάγει την εμφάνιση του ρεύματος του Ορθολογισμού.

Βασική πεποίθηση του Ορθολογισμού είναι ότι η πηγή της γνώσης είναι ο λόγος, η καθαρή γνώση, δηλαδή η νόηση που λειτουργεί σύμφωνα με τους δικούς της νόμους και τις δικές τις δυνατότητες, άσχετα με τα δεδομένα του εμπειρικού κόσμου. Υπάρχουν στο ανθρώπινο πνεύμα γνωστικά στοιχεία, όπως τα μαθηματικά αξιώματα, οι λογικές αρχές, οι ιδέες σχετικά με την ψυχή και το Θεό, που έχουν απόλυτη ισχύ και επιβάλλονται ως κάτι αναγκαίο. Χάρη σ’ αυτές τις έμφυτες αρχές και ιδέες ο νους μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια αδιαφορώντας για την εμπειρία ή αποδίδοντας δευτερεύουσα σημασία σ’ αυτή. Αρκεί, για το σκοπό αυτό, να στηριχτεί στις δικές του δυνατότητες και να αξιοποιήσει τα προεμπειρικά δεδομένα που διαθέτει, χρησιμοποιώντας την εμπειρία ως έναυσμα και μόνο για την ενεργοποίηση των τελευταίων. Η σκέψη αποτελεί το βασικό κριτήριο της ύπαρξης («cogito ergo sum» = σκέπτομαι, άρα υπάρχω)

Τη θεωρία του Ορθολογισμού, αν και με κάποιες διαφοροποιήσεις, ακολούθησαν ακόμα οι Λάιμπνιτς και Χέγκελ.

Στον αντίποδα, εμφανίστηκε το ρεύμα του Εμπειρισμού, σύμφωνα με το οποίο, η σπουδαιότερη, αν όχι η μοναδική πηγή της γνώσης είναι οι αισθήσεις, που εξασφαλίζουν το εμπειρικό υλικό. Προεμπειρικά στοιχεία, με τη μορφή των έμφυτων ιδεών, δεν υπάρχουν. Οι λογικές έννοιες δε βρίσκονται από πριν στη συνείδηση αλλά απορρέουν από την εμπειρία, το υλικό της οποίας υποβάλλεται σε επεξεργασία και αποτελεί αντικείμενο λογικής αφαίρεσης. Η νόηση δε διαθέτει, από μόνη της, τίποτε «εκ του μηδενός», αλλά περιορίζεται, απλά, στο να κατατάσσει, να συνθέτει και γενικότερα να επεξεργάζεται το υλικό των αισθήσεων, παράγοντας, με βάση αυτό, συνθετότερες παραστάσεις.
diafotismos01 Βασικοί θιασώτες του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος ήταν οι Τζον Λοκ, Τζορτζ Μπέρκλεϋ και Ντέιβιντ Χιουμ . Ειδικότερα ο Χιούμ, στο πεδίο της ηθικής, υποστήριζε ότι η έννοια του ορθού και του εσφαλμένου δεν απορρέει από το λόγο (<λογική), αλλά προέρχεται από το ενδιαφέρον του καθενός μας για ευτυχία. Το ανώτερο ηθικό καλό είναι η καλοσύνη, ένα ανιδιοτελές συμφέρον για τη γενική ευδαιμονία της κοινωνίας, το οποίο ο Χιουμ θεωρούσε συνώνυμο με την ανθρώπινη ευτυχία, συνδέοντας έτσι την ατομική ηθική, και κατ’ επέκταση την ατομική ευτυχία, με την ευδαιμονία του συνόλου.

Την αντίθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού προσπάθησε να ξεπεράσει ο Εμμανουήλ Καντ με τη Κριτική διδασκαλία του, σύμφωνα με την οποία  η επιστημονική θεμελίωση της γνώσης προϋποθέτει συνεργασία λόγου και εμπειρίας. Αναπτύσσεται έτσι το ρεύμα του Φαινομενισμού, κατά το οποίο τα πράγματα υπάρχουν έξω από τη συνείδηση, η τελευταία, όμως δεν τα γνωρίζει «καθ’ εαυτά» αλλά αποκλειστικά και μόνο ως φαινόμενα. Αυτό σημαίνει ότι τα πράγματα δεν τα γνωρίζουμε όπως ακριβώς είναι, αλλά όπως μπορούμε να τα αντιληφθούμε. Η αιτία, κατά τον Καντ, βρίσκεται στο ότι τα εμπειρικά δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις a priori, δηλαδή τις προεμπειρικές δομές, σύμφωνα με τις οποίες λειτουργεί το πνεύμα μας και οι οποίες «παραμορφώνουν» κατά κάποιο τρόπο, τη γνώση μας για τα πράγματα, κάνοντάς μας να τα γνωρίζουμε ως φαινόμενα και μόνο. Το πράγμα στην ουσία και στην ιδιοτυπία του θα μας μείνει για πάντα άγνωστο.