ΑΡΘΡΑ
Μια πλούσια αρθογραφία, σχετικά με τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, τον εσωτερισμο, την επιστήμη και άλλα ένδιαφέροντα θέματα.
Μύθοι των Ινδιάνων για τους Αστερισμούς

Ευρετήριο Άρθρου


6. Πώς το Κογιότ δημιούργησε τον Γαλαξία (Shoshone)

Η ιστορία αυτή αρχίζει την εποχή που το Μεγάλο Μυστήριο ξεκίνησε να φτιάχνει το σύμπαν. Το Μεγάλο Μυστήριο μόλις που είχε αρχίσει να τοποθετεί τα αστέρια στους ουρανούς, όταν διαπίστωσε ότι ήταν μόνος. Αν και είχε πολλές ιδέες σχετικά με τα πράγματα που έπρεπε να δημιουργήσει, η μοναξιά που ένοιωθε ήταν αφόρητη. Έτσι αποφάσισε να δημιουργήσει έναν σύντροφο. Αποφάσισε ότι το πλάσμα που θα έφερνε στη ζωή έπρεπε να είναι έξυπνο, χαρισματικό, με ευχάριστη φωνή και να είναι καλός ακροατής. Επίσης θα έπρεπε να έχει πολύ καλή όραση και να είναι γοργοπόδαρο για να μην μπερδεύεται συνέχεια στα πόδια του. Τέλος θα έπρεπε να ξέρει να λέει αστεία, και να είναι και λιγάκι πονηρός. Έτσι δημιούργησε τον Μικρό Αδερφό Κογιότ.

Για αρκετό καιρό το Μεγάλο Μυστήριο και ο Κογιότ τοποθετούσαν τα αστέρια στον ουρανό και ήταν ικανοποιημένοι. Μια μέρα καθώς ταξίδευαν στους αιθέρες, ο Κογιότ ρώτησε: "Γιατί καταναλώνεις τόσο πολύ χρόνο για να τοποθετείς τα άστρα σε αστερισμούς;"
Το Μεγάλο Μυστήριο απάντησε, "Άκου φίλε μου, βλέπεις εκείνον τον μικροσκοπικό πλανήτη εκεί κάτω; Κάποια μέρα αυτός θα γίνει ένα θαυμάσιο μέρος. Θα υπάρχουν απέραντες πεδιάδες καθώς και ατέλειωτες θάλασσες. Στη στεριά θα κατοικούν εκατοντάδες ζώα όλων των ειδών, που θα μοιάζουν με εσένα αλλά θα είναι και διαφορετικά από εσένα. Θα υπάρχουν ψάρια και άλλα παράξενα πλάσματα στις θάλασσες. Θα δημιουργήσω πολλά είδη πουλιών που θα πετάνε ψηλά στον ουρανό. Όμως το πιο θαυμαστό μου δημιούργημα θα είναι ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος θα είναι πολύ έξυπνος. Θα θελήσει να ταξιδέψει σε όλον τον μικρό πλανήτη. Αν και πανέξυπνος θα χάνεται μερικές φορές. Γι αυτό τοποθετούμε τα άστρα σε σχηματισμούς σα οδηγούς για να βρίσκει τον δρόμο του." Μια μέρα, καθώς τοποθετούσαν μια γιγαντιαία κατσαρόλα με νερό στον ουρανό, το Μεγάλο Μυστήριο παρατήρησε ότι ξέχασαν έξω ένα πολύ λαμπερό άστρο.

Ήταν αυτό που το είχαν προορίσει να μπει ακριβώς πάνω από το χείλος της κατσαρόλας για να δείχνει στους ανθρώπους τον Βορρά. Το Μεγάλο Μυστήριο έψαξε και ξανάψαξε στο σακούλι που είχε τα άστρα αλλά δεν μπόρεσε να βρει τον Πολικό Αστέρα, το Άστρο του Βορρά. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του για να τον φέρει, αφήνοντας το σακουλάκι με τα άστρα στον Κογιότ. Ο Κογιότ στην αρχή περίμενε το Μεγάλο Μυστήριο να επιστρέψει, όμως σύντομα βαρέθηκε. Για να περάσει η ώρα δάγκωσε το σακουλάκι και άρχισε να διασχίζει τους ουρανούς. Για κακή του όμως τύχη ο σάκος είχε μια μικρή τρύπα με αποτέλεσμα να χύνονται τα άστρα έξω.

Το Μεγάλο Μυστήριο μόλις είδε τι γινόταν φώναξε τόσο πολύ που ο Κογιότ τρόμαξε και άρχισε να τρέχει. Έτρεξε τόσο γρήγορα που έφτασε στο άλλο άκρο του σύμπαντος. Όταν γύρισε να κοιτάξει πίσω του είδε ότι κατά μήκος του ουρανού σχηματίστηκε ένα μεγάλο μονοπάτι από άστρα. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε ο Γαλαξίας. Ο Κογιότ κατάλαβε το λάθος του και ζήτησε από το Μεγάλο Μυστήριο να τον συγχωρήσει. Αυτός τον συγχώρησε, αλλά θα έπρεπε να ζήσει με τις συνέπειες των πράξεών του. Το Μεγάλο Μυστήριο τον έστειλε να ζήσει κάτω στη Γη. Έτσι τέλειωσαν για αυτόν οι εποχές που θα μπορούσε να περπατά ανάμεσα στα άστρα μαζί με το Μεγάλο Μυστήριο.

Αυτός είναι ο λόγος που το πνεύμα του Μικρού Αδερφού Κογιότ, και οι απόγονοί του συχνά στρέφουν το κεφάλι τους στον Γαλαξία και ουρλιάζουν για την μοναξιά τους.

7. Οι Εφτά Αδερφές (Ιowa)

Κάποτε, εφτά νεαρές κοπέλες (Πλειάδες) ενώ έπαιζαν απομακρύνθηκαν χωρίς να το καταλάβουν από το χωριό τους. Μια αγέλη από αρκούδες τις είδε και άρχισε να τις κυνηγάνε. Οι εφτά μικρές βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση: ήταν πολύ μακριά για να γυρίσουν πίσω στο χωριό τους και πολύ αργές για να ξεφύγουν από τα ζώα. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να ανέβουν στην κορυφή ενός μικρού βράχου και να προσευχηθούν στο βράχο να τις σώσει.

Οι νεαρές κοπέλες είχαν αγνή καρδιά και έτσι το πνεύμα του βράχου άκουσε την προσευχή τους. Ξαφνικά η πέτρα άρχισε να ανυψώνεται, μεταφέροντας τις εφτά κοπέλες στον ουρανό. Οι αρκούδες χίμηξαν στην πέτρα και άρχισαν να σκαρφαλώνουν προς την κορυφή που βρίσκονταν οι νεαρές, αλλά δεν μπόρεσαν να τις φτάσουν. Ο βράχος έφτασε τελικά πολύ ψηλά, και όταν σταμάτησε οι εφτά μικρές αδερφές βρήκαν τις θέσεις τους στο ουράνιο στερέωμα, όπου ακόμη μπορούμε να τις βλέπουμε. Η πέτρα που τις έσωσε υπάρχει ακόμα. Οι Kiowa την αποκαλούν Mateo Tipi, αλλά οι αγγλική μετάφραση είναι "Πέτρα του Διαβόλου", που βρίσκεται στο Γουαϊόμινγκ.

8. Ο Γέρος Άντρας (Iroquois)

Σε μια πολύ παλιά εποχή ζούσε ένας άντρας που είχε φτάσει σε τόσο βαθιά γεράματα που δεν μπορούσε να κυνηγάει πια. Είχε γίνει μπελάς για την οικογένειά του και ένας απόκληρος για τους υπόλοιπους. Ο γέρος γνώριζε πως οι μέρες που του έμεναν ήταν μετρημένες, έτσι με μεγάλο κόπο άρχισε να σκαρφαλώνει ένα ψηλό βουνό με ένα σακίδιο στην πλάτη και το μπαστούνι στο χέρι του. Όταν έφτασε στην κορυφή, άρχισε να τραγουδάει τον ύμνο του θανάτου του, που μιλούσε για το πνευματικό ταξίδι που θα ακολουθούσε μετά το θάνατό του στη Γη. Η φωνή του έφτασε κάτω, μέχρι το χωριό του, και έκανε τους ανθρώπους να παρατήσουν τις δουλειές τους και να στρέψουν το βλέμμα τους στη μοναχική φιγούρα, πάνω στη βουνοκορφή. Ενώ οι άνθρωποι τον παρατηρούσαν, ο γέρος άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Καθώς ανέβαινε η φωνή του εξασθένιζε και μετά από λίγο κανένας δεν μπορούσε να τον ακούσει. Τελικά πήρε τη θέση του στον ουρανό.

Όμως ο Γέρος Άντρας δεν πέθανε, αλλά του ανατέθηκε ένας άλλος ρόλος. Αφού ανέκτησε τις δυνάμεις του, ξεκίνησε να κουβαλάει, κάθε καλοκαίρι, τον Ήλιο στις πλάτες. Γνωρίζει πόσο σημαντικός είναι ο Ήλιος και έτσι τον ανεβάζει ψηλά, σκορπίζοντας ζεστασιά και ζωτικότητα στους ανθρώπους και στις σοδειές τους. Καθώς όμως άρχισαν να φυσούν οι άνεμοι του χειμώνα, οι δυνάμεις του Γέρου Άντρα εξαντλούνται και παρέδωσε το βαρύ φορτίο του στο γιο του. Δυστυχώς όμως και αυτός δεν ξεφεύγει από τον κανόνα που θέλει τους νέους να προσπαθούν με κάθε μέσο να γλυτώσουν από την βαριά εργασία και έτσι μεταφέρει τον Ήλιο χαμηλά στον ουρανό, κάνοντας τις μέρες σύντομες και κρύες. Την κρύα αυτή εποχή ο Γέρος Άντρας φαίνεται την νύχτα, στον αστερισμό που στη Δύση είναι γνωστός σαν Ωρίωνας, με το σακίδιο που είχε για να κουβαλάει τον Ήλιο, άδειο. Αλλά την άνοιξη θα πάρει ξανά τον Ήλιο στους ώμους του για να τον ανεβάσει ψηλά και να φέρει μεγάλες και ζεστές ημέρες.

9. Το Ατέλειωτο Ταξίδι (Tewa)

Σε παλιές εποχές οι άνθρωποι βασίζονταν πάνω σε ένα σοφό άντρα και σπουδαίο πολεμιστή, τον Long Sash. Κάποτε όταν ήρθαν δύσκολοι καιροί, ζήτησαν από τον Long Sash να τους απελευθερώσει από τα προβλήματά τους. Αυτός τους οδήγησε στο Ατέλειωτο Μονοπάτι, τον Γαλαξία.

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός και οι άνθρωποι κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν. Ο Long Sash σταμάτησε κοντά στα δύο λαμπερά άστρα που οι λευκοί καλούν Δίδυμοι και απαίτησε από τους ανθρώπους να τον ακολουθούν γαλήνια ή αν δεν θέλουν να φύγουν. Οι άνθρωποι ονόμασαν το σημείο όπου σταμάτησαν "Τόπο της Απόφασης" και συμβολίζεται από τον αστερισμό του Καρκίνου. Αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον αρχηγό τους, αλλά μετά από ένα μακρύ, σχεδόν ατέλειωτο ταξίδι, ξανάρχισαν να διαμαρτύρονται και να αμφιβάλουν για τις ικανότητες του Long Sash. Σταμάτησαν και ο Long Sash έβγαλε τα διακοσμητικά φτερά από το κεφάλι του. Οι άνθρωποι ονόμασαν το σημείο που σταμάτησαν για δεύτερη φορά "Τόπο της Αμφιβολίας". Στο σημείο εκείνο ο Long Sash αφού μπήκε σε έκσταση είδε ένα όνειρο και τελικά οδήγησε τους ανθρώπους στη "Μέση Χώρα", όπου εγκαταστάθηκαν και έζησαν αιώνια.
Ο Long Sash ζει και αυτός εκεί, στα άστρα του Ωρίωνα. Ακόμη και σήμερα το φτερωτό κάλυμμα του κεφαλιού του μπορεί να το δει κανείς στο αστρικό σμήνος που άλλοι καλούν σαν "Εφτά Αδερφές" ή "Πλειάδες"

10. Το Μεγάλο Κυνήγι (Woodland)

Κατά το τέλος της άνοιξης, μια αρκούδα ξύπνησε από την χειμερία νάρκη και άρχισε να τριγυρνά στις βουνοπλαγιές ψάχνοντας για τροφή. Σύντομα έγινε αντιληπτή από τρεις κυνηγούς και το κυνήγι άρχισε. Όπως και η αρκούδα έτσι και οι κυνηγοί ήταν πολύ πεινασμένοι, μετά τον μακρύ και βαρύ χειμώνα. Ο πρώτος κυνηγός κρατούσε μια φαρέτρα και ένα τόξο με το οποίο ήλπιζε πως θα σκοτώσει την αρκούδα. Ο δεύτερος κυνηγός κρατούσε ένα μεγάλο καζάνι στο οποίο ήλπιζε πως θα μαγειρέψει την αρκούδα. Ο τρίτος κυνηγός ακολουθούσε τους υπόλοιπους. Αυτός μάζευε ξύλα που θα χρειάζονταν για να ανάψει μια μεγάλη φωτιά, που θα χρειάζονταν για να ψηθεί ένα τόσο μεγάλο θήραμα.

Όλο το καλοκαίρι οι άντρες κυνηγούσαν την αρκούδα στον ουρανό. Το φθινόπωρο, η αρκούδα είχε χάσει τις δυνάμεις της και ο πρώτος κυνηγός κατάφερε και την σημάδεψε με το τόξο του. Το βέλος σκότωσε την αρκούδα που έπεσε στο χώμα. Οι τρεις άντρες έφαγαν την αρκούδα και άφησαν πίσω το σκελετό της. Καθώς το φθινόπωρο έδινε τη θέση του στο χειμώνα, ο καιρός γινόταν όλο και πιο κρύος. Ο σκελετός της αρκούδας εξακολουθούσε να παραμένει στον ουρανό, αλλά το πνεύμα της μπήκε σε ένα νέο σώμα-στο σώμα μιας άλλης κοιμούμενης αρκούδας. Για όλο τον μακρύ χειμώνα η αρκούδα κοιμόνταν. Όταν ξανάρθε η άνοιξη, το ζώο ξύπνησε και άρχισε να ψάχνει για τροφή. Για άλλη μια φορά την κυνήγησαν και τη σκότωσαν. Το πνεύμα της μπήκε στο σώμα μιας άλλης αρκούδας που κοιμόταν. Και έτσι γίνεται κάθε χρόνο.