Σελίδα 3 από 4
ΕΙΔΗ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΩΝ
Βασική επιδίωξη κάθε ημερολογίου είναι, μέσω μιας σειράς κατάλληλων ρυθμίσεων, να επιτύχει την καλύτερη δυνατή χρονική εναρμόνιση μεταξύ πολιτικού και τροπικού έτους. Τρία είναι τα κυριότερα ημερολογιακά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν στην ιστορία των πολιτισμών. Αυτά είναι τα Σεληνιακά, τα Σεληνοηλιακά και τα Ηλιακά ημερολόγια, που βασίζονταν στις περιοδικές κινήσεις του Ηλιου και της Σελήνης.
Τα Σεληνιακά ημερολόγια ήταν τα αρχαιότερα και τα απλούστερα, όχι όμως και τα ακριβέστερα. Ως βασική τους μονάδα έχουν τον συνοδικό σεληνιακό μήνα, που είναι το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών απανόδων της Σελήνης στην ίδια φάση. Το σεληνιακό έτος αποτελείται από 12 συνοδικούς σεληνιακούς μήνες και διαρκεί 354,36707 ημέρες. Το κύριο μειονέκτημα των σεληνιακών ημερολογίων είναι η αρκετά μεγάλη διαφορά ημερών μεταξύ σεληνιακού και τροπικού έτους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η ίδια ημερομηνία να μην αντιστοιχεί στην ίδια κλιματολογική εποχή του έτους. Σεληνιακά ημερολόγια ήταν το Βαβυλωνιακό και το αρχαίο Ρωμαικό. Σήμερα το μόνο καθαρά σεληνιακό ημερολόγιο είναι το Μουσουλμανικό ή Αραβικό ημερολόγιο.
Το Σεληνοηλιακό ημερολόγιο δημιουργήθηκε με την προσπάθεια διόρθωσης των σεληνιακών ημερολογίων έτσι ώστε κατά περιόδους να επανέρχεται η αντιστοιχία των ημερομηνιών με της εποχές του έτους. Αυτή η εναρμόνιση έγινε εφικτή με την περιοδική παρεμβολή, σε κάποιο σεληνιακό έτος, ενός εμβόλιμου 13ου συνοδικού μήνα. Σεληνοηλιακά ημερολόγια ήταν το αρχαίο Αττικό, του Νουμά Πομπίλιου, το αρχαίο Κινεζικό και το αρχαίο Εβραικό, που χρησιμοποιείται μεχρι σήμερα. Τα Ηλιακά ημερολόγια έχουν ως βάση τους το τροπικό έτος των 365,24219879 ημερών, δηλαδή την φαινόμενη ετήσια κίνηση του Ηλιου πάνω στην εκλειπτική.
Η κύρια δυσκολία της σύνταξης ενός ηλιακού ημερολογίου οφείλεται στην ύπαρξη επιπλέον δεκαδικών ψηφίων μετά τον ακέραιο αριθμό των 365 ημερών. Η δυσκολία αυτή ξεπεράστηκε με τη χρήση των λεγόμενων Δίσεκτων Ετών στο οποίο προστίθεται μία επιπλέον μέρα έτσι ώστε να καλύπτεται το σφάλμα του χρόνου που προκύπτει από την παράλειψη του δεκαδικού μέρους του τροπικού έτους στα προηγούμενα έτη. Ηλιακά ημερολόγια ήταν το αρχαίο Αιγυπτιακό, των Μάγια, των Αζτέκων, το Ιουλιανό, καθώς και το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ, ΣΟΥΜΕΡΙΟΙ
Πριν από ενάμιση αιώνα ο πολιτισμός των Σουμερίων ήταν άγνωστος, χαμένος στους μύθους και τους θρύλους της Μεσοποταμίας. Οι ανασκαφές όμως του αρχαιολόγου Ζυλ Οππερτ από το 1852 ως το 1854 και του Ερνεστ ντε Σαρζέκ από το 1877 ως το 1881 ήταν οι πρώτες ενδείξεις ενός πολιτισμού που η αφετηρία του χάνεται στο 5.000 π.Χ. Σήμερα είναι παραδεκτό από όλους τους επιστήμονες ότι ο Σουμεριακός πολιτισμός ήταν ο αρχαιότερος από όλους τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, που είχε συντάξει ημερολόγιο με ορισμένο αριθμό ημερών βασισμένο στις φάσεις της Σελήνης.
Στο πάνθεον των Σουμερίων, σπουδαία θέση κατείχε ο θεός της Σελήνης Ναννάρ που στην περιοδικότητα των φάσεων του, οι ιερείς-αστρονόμοι της Σουμερίας βασίστηκαν για την δημιουργία του πρώτου ημερολογίου. Το έτος τους, ήταν λοιπόν, σεληνιακό με 12 μήνες των 29,5 ημερών ο καθένας. Κάτα πάσα πιθανότητα, τα ημερολόγια στη Σουμερία ήταν τοπικά. Δηλαδή οι μεγάλες πόλεις είχαν μήνες με διαφορετικά ονόματα, που σχετίζονταν με τις κλιματολογικές εποχές και τις αγροτικές ασχολίες του λαού τους. Επίσης είναι βέβαιο, πως η εναλλαγή των μηνών δεν γινόταν με κανονική τάξη, αλλά καθοριζόταν με την παρατήρηση της νέας Σελήνης ή ακριβέστερα με την πρώτη εμφάνιση του σεληνιακού μηνίσκου στον νυχτερινό ουρανό.
Οι Σουμέριοι ιερείς-αστρονόμοι, που πρώτοι διαίρεσαν το έτος σε μικρότερες μονάδες, ήταν επίσης οι πρώτοι που διαίρεσαν και την ημέρα με βάση το ίδιο σύστημα. Έτσι, όπως το σεληνιακό έτος είχε 12 μήνες των 30 περίπου ημερών, όμοια και το ημερονύκτιό τους είχε 12 ντάννα, που το καθένα διαιρείτο σε 30 γκες. Ο αριθμός 12 προέρχεται από το σύστημα αρίθμησης των Σουμερίων, το οποίο είχε ως βάση τον αριθμό 60 (=5x12). Οι Σουμέριοι ιερείς καταχωρούσαν και φυλάγανε με μεγάλη προσοχή αρχεία αυτών των περατηρήσεων, που ήταν χαραγμένα πάνω σε πήλινες πινακίδες. Κατά τις ανασκαφές στη Νινευή, βρέθηκαν αποσπάσματα μεγάλου αστρονομικού έργου το οποίο αποτελείτο από 72 πινακίδες, που πιθανώς αναφέρονταν στους χρόνους του Σαργών Α' και του γιου του Ναράμ Σιν.
Το αποτελούμενο από 72 πινακίδες αστρονομικό και αστρολογικό έργο, γράφτηκε από τους ιερείς-αστρονόμους του θεού Βήλου (BEL) για τον Σαργών Α', μεταξύ του 2637 και 2582 π.Χ. και είχε τίτλο "Ο Φωτισμός του θεού Βήλου". Στο έργο αυτό δινόταν μεγάλη σημασία στον αστέρα α του Δράκοντα (a Dra), τον Τουμπάν (Thuban), διότι γύρω στο 2750 π.Χ. ήταν πολικός και λεγόταν τότε Tir-An-na, που σημαίνει Ουράνια Ζωή και Dayan Same ή Dayan Shisha, που αντίστοιχα σημαίνουν Ουράνιος ή Διευθύνων Δικαστής. Ομοίως, σημαντική θέση κατείχε και ο αστέρας Dil-gan-I-Ku των Ακκαδίων, που σημαίνει ο Αγγελιοφόρος του Φωτός. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν η Αίγα (a Aur), ο πιο λαμπρός αστέρας του αστερισμού του Ηνίοχου. Η Αίγα ήταν γνωστή στη Βαβυλώνα και με την ονομασία I-Ku, που σημαίνει Αρχηγός (του έτους), αφ'όσον την περίοδο της κυριαρχίας των Ακκαδίων στη Βαβυλώνα, η αρχή του έτους προσδιοριζόταν από τη θέση της Αίγας ως προς τη Σελήνη κατά την εαρινή ισημερία. Αυτό ίσχυε από το 4000 εως το 1700 π.Χ., όταν η άνοιξη άρχιζε την περίοδο που ο Ηλιος εισερχόταν στον αστερισμό του Ταύρου.
Οι Σουμέριοι ιερείς-αστρονόμοι ήταν οι πρώτοι που δημιούργησαν το σεληνοηλιακό ημερολόγιο. Ηταν οι πρώτοι που προέβλεψαν την ανάγκη εισαγωγής των εμβολίμων μηνών στον ημερολογιακό κύκλο, προκειμένου να εναρμονίσουν τον ημερολογιακό ρυθμό με την φυσική εναλλαγή των κλιματολογικών εποχών του έτους. Η παρέμβαση αυτή στο σεληνιακό ημερολόγιο με τους εμβόλιμους μήνες προσάρμοσε τις απαιτήσεις του λαού που ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι με τις εποχές του έτους. Συνεπώς οι Σουμέριοι ήταν οι πρώτοι που συσχέτισαν την ετήσια πορεία του Ηλιου με τις εναλλαγές των εποχών. Στους Σουμέριους, όπως γενικά στους λαούς της Μεσοποταμίας, το ηλιακό τροπικό έτος υποδιαιρείτο σε δύο εποχές, το καλοκαίρι και τον χειμώνα. Στο καλοκαίρι συμπεριλαμβανόταν η συγκομιδή του κριθαριού, που γινόταν κατά τα δεύτερο δεκαπενθήμερο του αντίστοιχου Μαίου, ή στις αρχές του αντίστοιχου Ιουνίου.
Ο χειμώνας περιλάμβανε τις εποχές του φθινοπώρου και του χειμώνα, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα. Στους Σουμεριακούς μήνες είχαν δοθεί ονόματα που αναφέρονται στην αγροτική ζωή, όπως του ανθισμένου αγρού, του ποτίσματος, της σποράς, του θερισμού κλπ. Γύρω στο 2400 π.Χ. οι Σουμέριοι, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα των ανασκαφών, χρησιμοποιούσαν ήδη και το ηλιακό έτος των 360 ημερών, που διαιρείτο κατά το πρότυπο του ζωδιακού κύκλου, σε 12 μήνες των 30 ημερών.
ΤΟ ΒΑΒΥΛΩΝΙΑΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Τους πολιτισμούς των Σουμερίων και των Ακκαδίων διαδέχτηκαν οι Ασσύριοι και Χαλδαίοι. Το σύνολο αυτών των Μεσοποτάμιων πολιτισμών ονομάστηκε "Βαβυλωνιακός πολιτισμός" από την ελληνική ονομασία της σπουδαιότερης πόλης τους, της Βαβυλώνας. Στα τέλη του 19ου αιώνα η αποκρυπτογράφηση ενός πλήθους επιγραφών σφηνοειδούς γραφής, αποκάλυψαν ότι η Βαβυλώνα ήταν πρωτεύουσα ενός σπουδαίου βασιλείου, που ευημερούσε τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις χιλιετηρίδες πριν από τον Σαργών Α'.
Οι βρετανικές ανασκαφές στη Νινευή έφεραν στο φως τις επτά πινακίδες στις οποίες διασώθηκε ο μύθος της δημιουργίας του κόσμου από το χάος (Ενούμα Ελίς). Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο ο Μαρντούκ θεωρείται ο θεμελιωτής της τροχιάς του χρόνου και της διαδοχής των μηνών ανάλογα με τις φάσεις της Σελήνης. Αυτός επίσης καθόρισε τρεις ουράνιους δρόμους, τον δρόμο του Ενλίλ στον βόρειο ουρανό, του Ανού στο ζενίθ και του Εα στον νότιο ουρανό. Ο πλανήτης Μονλουμπαμπάρ (Δίας) ορίστηκε φύλακας της ουράνιας τάξης.
Επίσης μέσα από τους στίχους του "Ενούμα Ελίς" υποδηλώνεται το γεγονός ότι οι Βαβυλώνιοι καθόριζαν τις περιόδους των μηνών τους με τις φάσεις ορισμένων λαμπρών άστρων. Σε άλλα κείμενα υπάρχουν κατάλογοι 36 συνολικά άστρων, που αναφέρονται ως "τα άστρα του Εα, τα άστρα του Ανού και τα άστρα του Ενλίλ". Αυτό σημαίνει ότι οι μήνες του έτους ήταν συνολικά 12, αφού τρία άστρα αναφέρονταν σε κάθε μήνα και όλα τα άστρα μαζί ήταν 36. Τα κείμενα αυτά ορίζουν ένα ημερολογιακό σύστημα ίδιο με το Αιγυπτιακό με 12 μήνες που χωρίζονταν σε τρία δεκαήμερα, ή έξι πενθήμερα (χαμουστού) μέσα στο μήνα. Σύμφωνα με τις ανασκαφές κατά τον 20ο π.Χ. αιώνα, οι Βαβυλώνιοι τυποποίησαν το πολιτικό τους έτος, υιοθετώντας το σεληνιακό ημερολόγιο της ιερής σουμεριακής πόλης Νιππούρ.
Η ισχύς της Βαβυλώνας εξασφάλισε την πλήρη αποδοχή του σεληνιακού έτους, που άρχιζε την εαρινή ισημερία, από όλους τους λαούς την Μεσοποταμίας. Ομως από την εποχή της 2ης δυναστείας της Ουρ (2950 π.Χ.) και κατά τη διάρκεια της ακμής της Ουρούκ (2750 π.Χ.) η κλειστή κοινωνία των ιερέων αστρονόμων, χρησιμοποιούσαν το σεληνοηλιακό ημερολόγιο, με ένα 13ο εμβόλιμο μήνα που έμπαινε στο έτος σε τακτές χρονικές περιόδους. Ο εμβόλιμος μήνας δεν είχε ιδιαίτερη ονομασία, απλώς ενσωματωνόταν σε έναν από τους μήνες, ο οποίος μ'αυτόν τον τρόπο διπλασιαζόταν σε διάρκεια για να μην διαταραχτεί η θεικά εγκατεστημένη τάξη των μηνών του έτους. Αρχικά οι εμβόλιμοι μήνες παρεμβάλλονταν στο έτος σε ακανόνιστους χρονικούς κύκλους με την συμβουλή των ιερέων - αστρονόμων. Αργότερα όμως οι χρονικοί αυτοί κύκλοι ήταν καθορισμένοι.
Στην κλειστή κοινωνία των ιερέων-αστρονόμων, αρκετά χρόνια αργότερα, ήταν γνωστό και το καθαρά ηλιακό ημερολόγιο. Ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα ο βαβυλώνιος αστρονόμος Ναμπόυ-ριμανού, είχε υπολογίσει ότι η διάρκεια του ηλιακού έτους ήταν ίση με 365 μέρες 6 ώρες 15 πρώτα λεπτά και 41 δευτερόλεπτα, τιμή που υπερτερούσε μόλις κατά 26 πρώτα λεπτά και 55,03 δευτερόλεπτα από τη σημερινή παραδεκτή τιμή του. Ο υπολογισμός αυτός του Ναμπού-ριμανού πιθανώς είναι η αρχαιότερη γνωστή προσέγγιση του ηλιακού έτους ως προς την πραγματική διάρκειά του. Οι βαβυλώνιοι αστρονόμοι, που διενεργούσαν τις παρατηρήσεις τους σε συγκροτημένα αστεροσκοπεία (8ος π.Χ. αιώνας), υπολόγισαν το 538 π.Χ. τα ηλιοστάσια, τις ισημερίες καθώς και τη διάρκεια τόσο της μέρας, όσο και της νύχτας στις διάφορες κλιματολογικές εποχές του έτους.
Την ίδια περίοδο ο λαός χρησιμοποιούσε το σεληνιακό έτος των 354 ημερών, που υποδιαιρείτο σε 12 μήνες, από τους οποίους άλλοι διαρκούσαν 29 ημέρες και άλλοι 30. Αυτό που παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα είναι η βαβυλωνιακή διαίρεση του μήνα. Υποθέτουμε ότι οι Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν σαν υποδιαίρεση του μήνα περιόδους 5 ημερών (χαμουστού), ώστε 6 τέτοιες περίοδοι να αποτελούν το μήνα. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι το 60εδικό σύστημα ήταν γενικά η βάση διαίρεσης του χρόνου στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας. Πάντως οι Βαβυλώνιοι εφάρμοζαν τακτές ημέρες ξεκούρασης, αργίες.
Οι ημέρες ξεκούρασης ονομάζονταν Sabattu ή Shabbatum και από αυτήν προέρχεται το αντίστοιχο εβραικό Σάββατο. Στην μεταρρύθμιση του ημερολογίου, που επέβαλε ο Ασσουρμπανιπάλ (668-626 π.Χ.), υπήρχαν 5 Sabattu μέσα σ' ένα μήνα. Δηλαδή μέσα στον μήνα υπήρχαν 4 εβδομάδες των 7 ημερών, με την 7η ημέρα τους ως ημέρα αργίας. Οι ιερεός αστρονόμοι, προκειμένου να διαιρέσουν την ημέρα σε μικρότερες μονάδες χρόνου, διαιρούσαν το 24άωρο σε 12 "κασμπόν" (δίωρα), κάθε δίωρο περιελάμβανε 30 ίσα μέρη, τα ους. Πολύ πιθανόν αυτός ο τρόπος διαίρεσης της ημέρας να συνδέεται και να παραπέμπει σε μια μέθοδο διαίρεσης του ζωδιακού κύκλου, εφ' όσον όπως γνωρίζουμε σήμερα η ονομασία "κασβού" ορίζεται ως μια γωνιώδη μονάδα ίση με το 1/12 του ζωδιακού κύκλου που ισοδυναμεί με 30 μοίρες.
Οι Χαλδαίοι ιερείς χρησιμοποιούσαν, επίσης, στην αστρονομική ορολογία τους το "Μέγα" ή "Τέλειο" έτος. Το μέγα έτος αντιστοιχούσε στην περίοδο κατά την οποία όλοι οι πλανήτες επανέρχονταν στις ίδιες σχετικές μεταξύ τους θέσεις σε ευθεία γραμμή. Σύμφωνα με τους Χαλδαίους ιερείς, η περίοδος αυτή επαναλαμβανόταν κάθε 17 δισεκατομμύρια έτη. Ενας άλλος αξιόλογος χρονικός κύκλος, που χρησιμοποιήθηκε από τους Χαλδαίους ιερείς, ήταν ο "Σάρος", ο οποίος στην ουσία αποτελούσε έναν κύκλο σεληνιακών και ηλιακών εκλείψεων.
Ο σάρος είναι χρονική περίοδος ίση με 223 συνοδικούς σεληνιακούς μήνες ή αποτελείται αντιστοιχα από 18 έτη. Το σημαντικό γεγονός είναι ότι οι εκλείψεις που συμβαίνουν σε μιά περίοδο σάρο επαναλαμβάνονται και κατά την αυτή σειρά και θέση στις επόμενες περιόδους. Έτσι, η ακριβής αναγραφή των εκλείψεων μιας μονάχα περιόδου είναι αρκετή για την πρόβλεψη και τον εντοπισμό των μελλοντικών εκλείψεων.
Βασική επιδίωξη κάθε ημερολογίου είναι, μέσω μιας σειράς κατάλληλων ρυθμίσεων, να επιτύχει την καλύτερη δυνατή χρονική εναρμόνιση μεταξύ πολιτικού και τροπικού έτους. Τρία είναι τα κυριότερα ημερολογιακά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν στην ιστορία των πολιτισμών. Αυτά είναι τα Σεληνιακά, τα Σεληνοηλιακά και τα Ηλιακά ημερολόγια, που βασίζονταν στις περιοδικές κινήσεις του Ηλιου και της Σελήνης.
Τα Σεληνιακά ημερολόγια ήταν τα αρχαιότερα και τα απλούστερα, όχι όμως και τα ακριβέστερα. Ως βασική τους μονάδα έχουν τον συνοδικό σεληνιακό μήνα, που είναι το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών απανόδων της Σελήνης στην ίδια φάση. Το σεληνιακό έτος αποτελείται από 12 συνοδικούς σεληνιακούς μήνες και διαρκεί 354,36707 ημέρες. Το κύριο μειονέκτημα των σεληνιακών ημερολογίων είναι η αρκετά μεγάλη διαφορά ημερών μεταξύ σεληνιακού και τροπικού έτους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η ίδια ημερομηνία να μην αντιστοιχεί στην ίδια κλιματολογική εποχή του έτους. Σεληνιακά ημερολόγια ήταν το Βαβυλωνιακό και το αρχαίο Ρωμαικό. Σήμερα το μόνο καθαρά σεληνιακό ημερολόγιο είναι το Μουσουλμανικό ή Αραβικό ημερολόγιο.
Το Σεληνοηλιακό ημερολόγιο δημιουργήθηκε με την προσπάθεια διόρθωσης των σεληνιακών ημερολογίων έτσι ώστε κατά περιόδους να επανέρχεται η αντιστοιχία των ημερομηνιών με της εποχές του έτους. Αυτή η εναρμόνιση έγινε εφικτή με την περιοδική παρεμβολή, σε κάποιο σεληνιακό έτος, ενός εμβόλιμου 13ου συνοδικού μήνα. Σεληνοηλιακά ημερολόγια ήταν το αρχαίο Αττικό, του Νουμά Πομπίλιου, το αρχαίο Κινεζικό και το αρχαίο Εβραικό, που χρησιμοποιείται μεχρι σήμερα. Τα Ηλιακά ημερολόγια έχουν ως βάση τους το τροπικό έτος των 365,24219879 ημερών, δηλαδή την φαινόμενη ετήσια κίνηση του Ηλιου πάνω στην εκλειπτική.
Η κύρια δυσκολία της σύνταξης ενός ηλιακού ημερολογίου οφείλεται στην ύπαρξη επιπλέον δεκαδικών ψηφίων μετά τον ακέραιο αριθμό των 365 ημερών. Η δυσκολία αυτή ξεπεράστηκε με τη χρήση των λεγόμενων Δίσεκτων Ετών στο οποίο προστίθεται μία επιπλέον μέρα έτσι ώστε να καλύπτεται το σφάλμα του χρόνου που προκύπτει από την παράλειψη του δεκαδικού μέρους του τροπικού έτους στα προηγούμενα έτη. Ηλιακά ημερολόγια ήταν το αρχαίο Αιγυπτιακό, των Μάγια, των Αζτέκων, το Ιουλιανό, καθώς και το Γρηγοριανό ημερολόγιο.
ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ, ΣΟΥΜΕΡΙΟΙ
Πριν από ενάμιση αιώνα ο πολιτισμός των Σουμερίων ήταν άγνωστος, χαμένος στους μύθους και τους θρύλους της Μεσοποταμίας. Οι ανασκαφές όμως του αρχαιολόγου Ζυλ Οππερτ από το 1852 ως το 1854 και του Ερνεστ ντε Σαρζέκ από το 1877 ως το 1881 ήταν οι πρώτες ενδείξεις ενός πολιτισμού που η αφετηρία του χάνεται στο 5.000 π.Χ. Σήμερα είναι παραδεκτό από όλους τους επιστήμονες ότι ο Σουμεριακός πολιτισμός ήταν ο αρχαιότερος από όλους τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, που είχε συντάξει ημερολόγιο με ορισμένο αριθμό ημερών βασισμένο στις φάσεις της Σελήνης.

Οι Σουμέριοι ιερείς-αστρονόμοι, που πρώτοι διαίρεσαν το έτος σε μικρότερες μονάδες, ήταν επίσης οι πρώτοι που διαίρεσαν και την ημέρα με βάση το ίδιο σύστημα. Έτσι, όπως το σεληνιακό έτος είχε 12 μήνες των 30 περίπου ημερών, όμοια και το ημερονύκτιό τους είχε 12 ντάννα, που το καθένα διαιρείτο σε 30 γκες. Ο αριθμός 12 προέρχεται από το σύστημα αρίθμησης των Σουμερίων, το οποίο είχε ως βάση τον αριθμό 60 (=5x12). Οι Σουμέριοι ιερείς καταχωρούσαν και φυλάγανε με μεγάλη προσοχή αρχεία αυτών των περατηρήσεων, που ήταν χαραγμένα πάνω σε πήλινες πινακίδες. Κατά τις ανασκαφές στη Νινευή, βρέθηκαν αποσπάσματα μεγάλου αστρονομικού έργου το οποίο αποτελείτο από 72 πινακίδες, που πιθανώς αναφέρονταν στους χρόνους του Σαργών Α' και του γιου του Ναράμ Σιν.
Το αποτελούμενο από 72 πινακίδες αστρονομικό και αστρολογικό έργο, γράφτηκε από τους ιερείς-αστρονόμους του θεού Βήλου (BEL) για τον Σαργών Α', μεταξύ του 2637 και 2582 π.Χ. και είχε τίτλο "Ο Φωτισμός του θεού Βήλου". Στο έργο αυτό δινόταν μεγάλη σημασία στον αστέρα α του Δράκοντα (a Dra), τον Τουμπάν (Thuban), διότι γύρω στο 2750 π.Χ. ήταν πολικός και λεγόταν τότε Tir-An-na, που σημαίνει Ουράνια Ζωή και Dayan Same ή Dayan Shisha, που αντίστοιχα σημαίνουν Ουράνιος ή Διευθύνων Δικαστής. Ομοίως, σημαντική θέση κατείχε και ο αστέρας Dil-gan-I-Ku των Ακκαδίων, που σημαίνει ο Αγγελιοφόρος του Φωτός. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν η Αίγα (a Aur), ο πιο λαμπρός αστέρας του αστερισμού του Ηνίοχου. Η Αίγα ήταν γνωστή στη Βαβυλώνα και με την ονομασία I-Ku, που σημαίνει Αρχηγός (του έτους), αφ'όσον την περίοδο της κυριαρχίας των Ακκαδίων στη Βαβυλώνα, η αρχή του έτους προσδιοριζόταν από τη θέση της Αίγας ως προς τη Σελήνη κατά την εαρινή ισημερία. Αυτό ίσχυε από το 4000 εως το 1700 π.Χ., όταν η άνοιξη άρχιζε την περίοδο που ο Ηλιος εισερχόταν στον αστερισμό του Ταύρου.
Οι Σουμέριοι ιερείς-αστρονόμοι ήταν οι πρώτοι που δημιούργησαν το σεληνοηλιακό ημερολόγιο. Ηταν οι πρώτοι που προέβλεψαν την ανάγκη εισαγωγής των εμβολίμων μηνών στον ημερολογιακό κύκλο, προκειμένου να εναρμονίσουν τον ημερολογιακό ρυθμό με την φυσική εναλλαγή των κλιματολογικών εποχών του έτους. Η παρέμβαση αυτή στο σεληνιακό ημερολόγιο με τους εμβόλιμους μήνες προσάρμοσε τις απαιτήσεις του λαού που ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι με τις εποχές του έτους. Συνεπώς οι Σουμέριοι ήταν οι πρώτοι που συσχέτισαν την ετήσια πορεία του Ηλιου με τις εναλλαγές των εποχών. Στους Σουμέριους, όπως γενικά στους λαούς της Μεσοποταμίας, το ηλιακό τροπικό έτος υποδιαιρείτο σε δύο εποχές, το καλοκαίρι και τον χειμώνα. Στο καλοκαίρι συμπεριλαμβανόταν η συγκομιδή του κριθαριού, που γινόταν κατά τα δεύτερο δεκαπενθήμερο του αντίστοιχου Μαίου, ή στις αρχές του αντίστοιχου Ιουνίου.
Ο χειμώνας περιλάμβανε τις εποχές του φθινοπώρου και του χειμώνα, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα. Στους Σουμεριακούς μήνες είχαν δοθεί ονόματα που αναφέρονται στην αγροτική ζωή, όπως του ανθισμένου αγρού, του ποτίσματος, της σποράς, του θερισμού κλπ. Γύρω στο 2400 π.Χ. οι Σουμέριοι, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα των ανασκαφών, χρησιμοποιούσαν ήδη και το ηλιακό έτος των 360 ημερών, που διαιρείτο κατά το πρότυπο του ζωδιακού κύκλου, σε 12 μήνες των 30 ημερών.
ΤΟ ΒΑΒΥΛΩΝΙΑΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Τους πολιτισμούς των Σουμερίων και των Ακκαδίων διαδέχτηκαν οι Ασσύριοι και Χαλδαίοι. Το σύνολο αυτών των Μεσοποτάμιων πολιτισμών ονομάστηκε "Βαβυλωνιακός πολιτισμός" από την ελληνική ονομασία της σπουδαιότερης πόλης τους, της Βαβυλώνας. Στα τέλη του 19ου αιώνα η αποκρυπτογράφηση ενός πλήθους επιγραφών σφηνοειδούς γραφής, αποκάλυψαν ότι η Βαβυλώνα ήταν πρωτεύουσα ενός σπουδαίου βασιλείου, που ευημερούσε τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις χιλιετηρίδες πριν από τον Σαργών Α'.
Οι βρετανικές ανασκαφές στη Νινευή έφεραν στο φως τις επτά πινακίδες στις οποίες διασώθηκε ο μύθος της δημιουργίας του κόσμου από το χάος (Ενούμα Ελίς). Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο ο Μαρντούκ θεωρείται ο θεμελιωτής της τροχιάς του χρόνου και της διαδοχής των μηνών ανάλογα με τις φάσεις της Σελήνης. Αυτός επίσης καθόρισε τρεις ουράνιους δρόμους, τον δρόμο του Ενλίλ στον βόρειο ουρανό, του Ανού στο ζενίθ και του Εα στον νότιο ουρανό. Ο πλανήτης Μονλουμπαμπάρ (Δίας) ορίστηκε φύλακας της ουράνιας τάξης.
Επίσης μέσα από τους στίχους του "Ενούμα Ελίς" υποδηλώνεται το γεγονός ότι οι Βαβυλώνιοι καθόριζαν τις περιόδους των μηνών τους με τις φάσεις ορισμένων λαμπρών άστρων. Σε άλλα κείμενα υπάρχουν κατάλογοι 36 συνολικά άστρων, που αναφέρονται ως "τα άστρα του Εα, τα άστρα του Ανού και τα άστρα του Ενλίλ". Αυτό σημαίνει ότι οι μήνες του έτους ήταν συνολικά 12, αφού τρία άστρα αναφέρονταν σε κάθε μήνα και όλα τα άστρα μαζί ήταν 36. Τα κείμενα αυτά ορίζουν ένα ημερολογιακό σύστημα ίδιο με το Αιγυπτιακό με 12 μήνες που χωρίζονταν σε τρία δεκαήμερα, ή έξι πενθήμερα (χαμουστού) μέσα στο μήνα. Σύμφωνα με τις ανασκαφές κατά τον 20ο π.Χ. αιώνα, οι Βαβυλώνιοι τυποποίησαν το πολιτικό τους έτος, υιοθετώντας το σεληνιακό ημερολόγιο της ιερής σουμεριακής πόλης Νιππούρ.
Η ισχύς της Βαβυλώνας εξασφάλισε την πλήρη αποδοχή του σεληνιακού έτους, που άρχιζε την εαρινή ισημερία, από όλους τους λαούς την Μεσοποταμίας. Ομως από την εποχή της 2ης δυναστείας της Ουρ (2950 π.Χ.) και κατά τη διάρκεια της ακμής της Ουρούκ (2750 π.Χ.) η κλειστή κοινωνία των ιερέων αστρονόμων, χρησιμοποιούσαν το σεληνοηλιακό ημερολόγιο, με ένα 13ο εμβόλιμο μήνα που έμπαινε στο έτος σε τακτές χρονικές περιόδους. Ο εμβόλιμος μήνας δεν είχε ιδιαίτερη ονομασία, απλώς ενσωματωνόταν σε έναν από τους μήνες, ο οποίος μ'αυτόν τον τρόπο διπλασιαζόταν σε διάρκεια για να μην διαταραχτεί η θεικά εγκατεστημένη τάξη των μηνών του έτους. Αρχικά οι εμβόλιμοι μήνες παρεμβάλλονταν στο έτος σε ακανόνιστους χρονικούς κύκλους με την συμβουλή των ιερέων - αστρονόμων. Αργότερα όμως οι χρονικοί αυτοί κύκλοι ήταν καθορισμένοι.
Στην κλειστή κοινωνία των ιερέων-αστρονόμων, αρκετά χρόνια αργότερα, ήταν γνωστό και το καθαρά ηλιακό ημερολόγιο. Ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα ο βαβυλώνιος αστρονόμος Ναμπόυ-ριμανού, είχε υπολογίσει ότι η διάρκεια του ηλιακού έτους ήταν ίση με 365 μέρες 6 ώρες 15 πρώτα λεπτά και 41 δευτερόλεπτα, τιμή που υπερτερούσε μόλις κατά 26 πρώτα λεπτά και 55,03 δευτερόλεπτα από τη σημερινή παραδεκτή τιμή του. Ο υπολογισμός αυτός του Ναμπού-ριμανού πιθανώς είναι η αρχαιότερη γνωστή προσέγγιση του ηλιακού έτους ως προς την πραγματική διάρκειά του. Οι βαβυλώνιοι αστρονόμοι, που διενεργούσαν τις παρατηρήσεις τους σε συγκροτημένα αστεροσκοπεία (8ος π.Χ. αιώνας), υπολόγισαν το 538 π.Χ. τα ηλιοστάσια, τις ισημερίες καθώς και τη διάρκεια τόσο της μέρας, όσο και της νύχτας στις διάφορες κλιματολογικές εποχές του έτους.
Την ίδια περίοδο ο λαός χρησιμοποιούσε το σεληνιακό έτος των 354 ημερών, που υποδιαιρείτο σε 12 μήνες, από τους οποίους άλλοι διαρκούσαν 29 ημέρες και άλλοι 30. Αυτό που παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα είναι η βαβυλωνιακή διαίρεση του μήνα. Υποθέτουμε ότι οι Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν σαν υποδιαίρεση του μήνα περιόδους 5 ημερών (χαμουστού), ώστε 6 τέτοιες περίοδοι να αποτελούν το μήνα. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι το 60εδικό σύστημα ήταν γενικά η βάση διαίρεσης του χρόνου στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας. Πάντως οι Βαβυλώνιοι εφάρμοζαν τακτές ημέρες ξεκούρασης, αργίες.
Οι ημέρες ξεκούρασης ονομάζονταν Sabattu ή Shabbatum και από αυτήν προέρχεται το αντίστοιχο εβραικό Σάββατο. Στην μεταρρύθμιση του ημερολογίου, που επέβαλε ο Ασσουρμπανιπάλ (668-626 π.Χ.), υπήρχαν 5 Sabattu μέσα σ' ένα μήνα. Δηλαδή μέσα στον μήνα υπήρχαν 4 εβδομάδες των 7 ημερών, με την 7η ημέρα τους ως ημέρα αργίας. Οι ιερεός αστρονόμοι, προκειμένου να διαιρέσουν την ημέρα σε μικρότερες μονάδες χρόνου, διαιρούσαν το 24άωρο σε 12 "κασμπόν" (δίωρα), κάθε δίωρο περιελάμβανε 30 ίσα μέρη, τα ους. Πολύ πιθανόν αυτός ο τρόπος διαίρεσης της ημέρας να συνδέεται και να παραπέμπει σε μια μέθοδο διαίρεσης του ζωδιακού κύκλου, εφ' όσον όπως γνωρίζουμε σήμερα η ονομασία "κασβού" ορίζεται ως μια γωνιώδη μονάδα ίση με το 1/12 του ζωδιακού κύκλου που ισοδυναμεί με 30 μοίρες.
Οι Χαλδαίοι ιερείς χρησιμοποιούσαν, επίσης, στην αστρονομική ορολογία τους το "Μέγα" ή "Τέλειο" έτος. Το μέγα έτος αντιστοιχούσε στην περίοδο κατά την οποία όλοι οι πλανήτες επανέρχονταν στις ίδιες σχετικές μεταξύ τους θέσεις σε ευθεία γραμμή. Σύμφωνα με τους Χαλδαίους ιερείς, η περίοδος αυτή επαναλαμβανόταν κάθε 17 δισεκατομμύρια έτη. Ενας άλλος αξιόλογος χρονικός κύκλος, που χρησιμοποιήθηκε από τους Χαλδαίους ιερείς, ήταν ο "Σάρος", ο οποίος στην ουσία αποτελούσε έναν κύκλο σεληνιακών και ηλιακών εκλείψεων.
Ο σάρος είναι χρονική περίοδος ίση με 223 συνοδικούς σεληνιακούς μήνες ή αποτελείται αντιστοιχα από 18 έτη. Το σημαντικό γεγονός είναι ότι οι εκλείψεις που συμβαίνουν σε μιά περίοδο σάρο επαναλαμβάνονται και κατά την αυτή σειρά και θέση στις επόμενες περιόδους. Έτσι, η ακριβής αναγραφή των εκλείψεων μιας μονάχα περιόδου είναι αρκετή για την πρόβλεψη και τον εντοπισμό των μελλοντικών εκλείψεων.